Thursday, May 31, 2007

Δυο ομιλίες για μένα

ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜ "Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ": Η ΑΛΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ.

Γράφει ο Σταύρος Κ. Σταυρίδης.

Ο Βασίλης Ιωακείμ μέσα στα βιβλία του εμφανίζεται να έχει
μια δική του, άκρως προσωπική αντίληψη του χώρου ως, διάστασης
του κόσμου, αλλά και ως συνειδησιακό περιεχόμενο, ως ψυχική a priori κατηγορία της συνειδητότητας (Καντ). Ο χώρος στα κείμενα του Β.Ι. αποκτά έναν ιδιάζοντα χαρακτήρα, που συντελεί σε μια βαθύτερη και συνάμα πιο ελεύθερη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Κατά συνέπεια αντίστοιχη και περίεργη είναι η πεποίθηση του συγγραφέα σχετικά με την καταγωγή του.
Στα προηγούμενο βιβλίο του, στην "Ποταμούλα" κατάγεται από
το ομώνυμο χωριό, πατρίδα του πατέρα του, και διατείνεται ότι είναι απόγονος του κοσμογυρισμένου Ομηρικού Οδυσσέα. Στον "Τάφο του Έλληνα" ο νεότερος απόγονος του Β.Ι. κατά ομολογία πάντα του ιδίου, είναι ένας πειρατής, που σαν τον Οδυσσέα, αλώνιζε κι αυτός τις Θάλασσες ανακαλύπτοντας περίεργα πράγματα.
Κάτω από τις όποιες υπερρεαλιστικές του αναγωγές στους τόπους
αλλά και τις αναφορές στην καταγωγή του ο Β . Ι . θέλει να διατυπώσει μια δική του άποψη, κάτι που υπαινίσσεται ότι μόνον αυτός γνωρίζει και που εμείς δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ή να συλλάβουμε. Και η πεποίθησή του αυτή φαίνεται ότι σχετίζεται με την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, για τον εσώτερο άνθρωπο, την ποιητική του ψυχή.
Αν σκύψουμε λίγο βαθύτερα στο κατά τη γνώμη μας αριστουργηματικό διήγημά του "Ο Λευτέρης", θα διαπιστώσουμε ότι εκεί δημιουργεί μια σύγχυση γύρω απ' την ταυτότητά του.
Εκεί αναγνωρίζει ότι για μας είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του, ο οποίος από καιρό σε καιρό εμφανίζεται εντελώς διαφορετικός. Αυτή η πρωτεϊκή ιδιότητα ταυ εαυτού του νομίζουμε ότι σχετίζεται με τη ρευστότητα και αοριστία της μυστηριώδους διάστασης του χώρου όπως αυτός την αντιλαμβάνεται.
Ο θαλασσοπόρος συγγραφέας (κι αυτό ισχύει και για τον ίδιο και
για τον μόνιμο πολυπρόσωπο ήρωα των αφηγημάτων του ),γνωρίζει
ότι είναι κατά βάθος ΕΝΑΣ και ταυτόχρονα πολλοί μαζί και συνεπώς ότι κατάγεται κι από εδώ κι από εκεί κι από τις θάλασσές του. Γνωρίζει ακόμα ότι και ο γύρω μας κόσμος και ο μέσα μας είναι ενιαίος και οι πατρίδες του καθένα είναι ζωγραφισμένες τόσο στον γεωγραφικό όσο και στο γενετικό χάρτη του καθενός .
Η απόπειρα της συσχέτισης αυτής έχει σαν αποτέλεσμα την
ιδιόμορφη εσωτερική τοπογραφία, τις επακόλουθες
αντιπροσωπευτικές δομές, και τους άξονες της πεζογραφίας του
συμπατριώτη μας. Γιατί πιστεύουμε ότι τα βασικά αντιθετικά
σχήματα που μας αιφνιδιάζουν και μας συναρπάζουν κατά την
αφήγησή του, προέρχονται απ’ αυτήν την προσωπική αντίληψη του
χώρου που θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε, να διερευνήσουμε,
ώστε να εκτιμηθεί η σημαντική αισθητική αξία που περιέχει. Κατά την απόπειρα της διερεύνησης αυτής θα τεθούν ερωτήματα στα οποία θα αποφύγουμε να δώσουμε απαντήσεις με αντικειμενικό χαρακτήρα, γιατί αμφιβάλουμε αν μπορούν να υπάρξουν. Και με αναπάντητα τα ερωτήματα μας, ωστόσο, θεωρούμε ότι εφόσον δείξουμε ότι στηρίζονται σε κύριους άξονες, της πλοκής και χαρακτηριστικές δομές της αφήγησης και ότι αποτελούν προσωπικά ευρήματα της έμπνευσης του συγγραφέα θα φωτίσουν το βάθος και θα τεκμηριώσουν το πολυδιάστατο της
αφήγησης που αποτελεί τα μυστικό της γοητείας των κειμένων του.
Ανάμεσα στα πρωτότυπα ευρήματα του συγγραφέα κατά τη γνώμη μας, το βασικότερο είναι αυτή η νέα αίσθηση της διάστασης του χώρου που ασκεί μεγάλη γοητεία στον αναγνώστη και από όπου προέρχονται τα άλλα αντιθετικά σχήματα που χρωματίζουν, ποικίλουν και εμπλουτίζουν την αφήγησή του. Και μόνον για τον τρόπο που χειρίζεται τη διάσταση του χώρου όπου τοποθετεί τις ιστορίες του ο Β . Ι . ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος των σύγχρονων πεζογράφων που διεκδικούν με αξίωση μια θέση στη νεοελληνική γραμματεία. Ιδού ένα στοιχείο επί του θέματος:
Ένα από πιο συνηθισμένα ρήματα πού συναντάμε στα κρισιμότερα σημεία της πλοκής και που κάθε φορά μας αιφνιδιάζει είναι το ρήμα "βρέθηκα". Από τα πέρατα του κόσμου ξαφνικά "βρίσκεται" εδώ. Κι αντίστροφα. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Μήπως είναι στοιχείο δανεισμένο από τον κόσμο του παραμυθιού; Άραγε υποδηλώνει ότι ο αφηγητής κινείται, ταξιδεύει διαρκώς στο χώρο και μάλιστα ακαριαία (με την ταχύτητα του φωτός;) ή ότι ταξιδεύει στον ύπνο του; Πράγματι μερικά "ταξίδια" του σχετίζονται με τον ύπνο και το όνειρο, τουλάχιστον στο ξεκίνημα τους. Αν όμως τα ταξίδια αυτά είναι ονειρικά, πώς εξηγείται ότι καταλήγουν πάντα σε μια συγκεκριμένη φυσική πραγματικότητα που βγήκε από μέσα τους;
Έπειτα πώς είναι δυνατό αυτά τα όνειρα να αλλάζουν ριζικά τη ζωή ενός ανθρώπου και να συνεχίζουν την ύπαρξή τους στο επίπεδο της πραγματικότητας; Πώς γίνεται και από ένα άλφα σημείο ξαφνικά να "βρίσκεται" πάνω σε βουνό, σε θάλασσα, στο βυθό της θάλασσας, ή πάνω στο κατάστρωμα καραβιού; Κάποτε "βρέθηκε" σε βουνό με ένα άρρωστο παιδί στην αγκαλιά του. Αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα απροσδόκητα "βρίσκονται" κι αυτά εκεί που τα θέλει. Ποτέ δεν αναφέρεται από πού ξεκίνησαν και πώς κινήθηκαν για να βρεθούν έτσι ξαφνικά σε κείνο το συγκεκριμένο τόπο.
Ας δούμε τα ερωτήματα αυτά από ψυχολογική άποψη: Από μικρός, λέει σε ένα διήγημα ο συγγραφέας, προσπάθησε να κατανοήσει, δηλαδή να χωρέσει στο νου του, το άπειρο. Αυτό για ένα παιδί είναι μια φοβερή προπαίδεια, μια άσκηση του πνεύματος μετά απ' την οποία δύσκολα μπορεί να αρκεστεί κανείς στο εδώ και στο τώρα. (βλ. σελ.18). Στο απόσπασμα αυτό ο άπειρος χώρος αποτελεί μια ενότητα με τον άπειρο χωροχρόνο, όπως ακριβώς ορίζει και η σύγχρονη φυσική (η θεωρία της σχετικότητας που αφορά το διάστημα).
Ασφαλώς στα χρόνια που ο συγγραφέας εργάστηκε ως ναυτικός είχε την ευκαιρία να εμπλουτήσει την εμπειρία εκείνη και να εμβαθύνει ακόμα πια πολύ στο μυστήριο του χωροχρόνου.
Έχοντας συνείδηση ότι ο άνθρωπος υπάρχει μέσα σ' αυτόν τον άπειρο και ακατάληπτο κόσμο, με άλλη μια παλίνδρομη κίνηση του νου ανακαλύπτει ότι το ίδιο το άπειρο βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μέσα του, δηλαδή το σύμπαν τείνει να χωρέσει και να κατοικήσει μέσα στο ανθρώπινο υποκείμενο. Βεβαίως συγγενεύει με την Ανθρωπική Αρχή (μικρή ή μεγάλη) της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη παρουσία από μόνη της θέτει περιορισμούς στις ιδιότητες του σύμπαντος.
Στη σελίδα 42 ο συγγραφέας λέει για τον εαυτό του: "Ταξιδευτής εγώ και με προσωπική πείρα του χώρου και του κόσμου ..." (η υπογράμμιση δική μας.) Η έκφραση αυτή δείχνει την ιδιάζουσα βαρύτητα που αποκτά η έννοια του χώρου μέσα στο έργο του Β.Ι. Και βέβαια αυτό σχετίζεται με την πρώιμη εκείνη προσπάθειά του να συλλάβει την έννοια του απείρου ως μαθητής στην τάξη των μαθηματικών (βλ. σελ. 18) και με τα μακρινά ταξίδια του στη θάλασσα. Επομένως ο -από αισθητική τουλάχιστον άποψη- πλεονασμός "του χώρου και του κόσμου" είναι μια εμφατική διαβεβαίωση ότι έχει πλήρη συνείδηση του χώρου.
Από αυτή την πίστη του συγγραφέα, άσχετα με το αν μπορεί ή όχι να την εκφράσει με επιστημονικούς όρους, ξεκινάνε κατά τη γνώμη μας όλα εκείνα τα άλλα βασικά σχήματα και δομές του λόγου και της πλοκής του, εκείνες οι αντιθέσεις που μας αιφνιδιάζουν, όπως το εδώ και το άπειρο, το όνειρο και η πραγματικότητα, η μοναξιά και η εμφάνιση του οράματος με σάρκα και οστά, που είναι αντιθέσεις παράξενες γιατί οι όροι δεν συγκρούονται , αλλά συνυπάρχουν και ενίοτε συναιρούμενοι συνθέτουν μια καινούργια πραγματικότητα.
Το αδιάκοπο πήγαινε - έλα , απ’ το εδώ στο άπειρο, απ’ το συγκεκριμένο και γνωστό στο αόριστο και παράδοξο γίνεται τόσο φυσιολογικά σαν να είναι κάτι το πραγματοποιήσιμο, σα να μας λέει: "Γιατί όχι; Εγώ πηγαίνω όπου θέλω." Όμως γιατί αισθάνεται την ανάγκη να προβεί σ' αυτή την ομολογία; Ίσως γιατί γνωρίζει ότι ο χώρος γύρω μας είναι μια φυλακή που μας χωρίζει απ' όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Απαιτείται προσπάθεια για να διανύσουνε και την πιο μικρή απόσταση και είναι αδύνατο να πάμε πάρα πολύ μακριά.
Η επιμονή του συγγραφέα στην ειδική αντιμετώπιση του χώρου, από λογοτεχνική άποψη, είναι ένα φαινόμενο αξιοσημείωτα αφού συσχετίζεται με τον σύγχρονα επιστημονικό προβληματισμό. Και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν φανερά ίχνη επίδρασης του προβληματισμού αυτού πάνω στο συγγραφέα.
Εν τούτοις, νομίζουμε ότι ο στόχος του βρίσκεται κάπου αλλού: Κάπου μακρύτερα μα και πια κοντά. Δηλαδή κάπου μέσα μας, στον πυρήνα τα της ανθρώπινης ύπαρξης, σ’ αυτό το άλλο μυστήριο. (βλ. σελ. 12)
Αυτό το αδιάκοπο "πήγαιν' - έλα", απ' το εδώ στο άγνωστο κι απροσδιόριστο, πραγματικά το χαίρεται ο αναγνώστης γιατί τον αποδεσμεύει από το περιοριστικό και καταπιεστικό "εδώ".
Έτσι μπαίνει στο χώρο μιας άλλης πραγματικότητας που είναι πιθανώς ένας άλλος δρόμος και τρόπος ύπαρξης. Εκείνη η άλλη πιθανότητα δεν πρέπει να αγνοείται, ιδιαίτερα όταν η κατάσταση εδώ γίνεται εφιαλτική και αδιέξοδη.
Έτσι η απειλή της εκμηδένισης γίνεται η είσοδος στο χώρο της περιπέτειας. Και η περιπέτεια αυτή δεν είναι φυγή- υποχώρηση, αλλά ένα μάθημα, μελέτη πιθανοτήτων, απόκτηση εμπειριών, γνωριμία άλλων υπάρξεων που συγγενεύουν μαζί μας. Είναι μια διαισθητική επαφή με τους συνανθρώπους μας σε ένα άλλο επίπεδο.
Το κέρδος από την περιπέτεια αυτή είναι η υπαρξιακή ολοκλήρωση μέσα από την ωρίμαση και την ηθική τελείωση του ατόμου. Κι αυτός είναι ο στόχος ετούτης της φυγής. Ο αφηγητής στον "Τάφο του Έλληνα" όταν συναντήσει τον εφιάλτη τον παρακάμπτει και μας οδηγεί κατευθείαν εκεί που περιμένουν οι φίλοι , η όμορφη κοπέλα, η Παναγιά κι ακόμα ο πρόγονος που μας ακολουθεί και μας προστατεύει και μας προστάζει να γίνουμε καλύτεροί του. (σελ. 92.)
Με την νοητική αυτή κίνηση μια νέα αντίληψη του κόσμου και μια νέα συνείδηση καταυγάζουν μέσα στον άνθρωπο. Η κίνηση αυτή έχει πράγματι σχέση με την διαδικασία της ωρίμασης του ατόμου, γιατί η ωριμότητα απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από την προσκόλλησή μας μόνον σ' αυτή την πραγματικότητα, στο εδώ και τώρα και το εγώ που νομίζω πως είμαι. Απαιτεί να μην παρακάμπτουμε το μυστήριο γιατί εκεί μπορεί να κρύβεται μια ανώτερη αλήθεια. Γιατί "Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τα πράγματα και πρέπει να έχεις ενόραση για να τη δεις" (σελ. 16) .
Η παραπάνω αντιμετώπιση της έννοιας του χώρου φανερώνει επίσης μιαν εσώτερη ανάγκη, την έμφυτη τάση του ανθρώπου για υπέρβαση της περιοριστικής φυσικής νομοτέλειας, και το φανέρωμα στον κόσμο των θετικών δυνάμεων που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του. Γιατί αυτά που συναντά ο αναγνώστης σ' αυτά τα παράξενα ταξίδια δεν είναι έξω από τη φύση του. Είναι αρχέτυπα, περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου, είτε πρόκειται για εφιάλτη σαν τη μηχανή που καταβρόχθησε ένα παιδί (σελ. 75), είτε για τις θεσπέσιες θηλυκές υπάρξεις, καθώς και τα ειδυλλιακά, ωστόσο εξώκοσμα τοπία που συναντάμε.
Στο διήγημα "Οδός Ιωνίας" αυτή η νέα πραγματικότητα που προκύπτει από την μείξη του εσωτερικού μας κόσμου και του περιβάλλοντος, έχει μια λυτρωτική επίδραση στον αναγνώστη. Μαζί με τον αφηγητή γνωρίζουμε την άφατη χαρά που κρύβουμε στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Είναι η χαρά της ολοκλήρωσης, της συνάντησής μας με την ίδια την ύπαρξη που είμαστε. (βλ. σελ. 90: "Εδώ δεν είναι απλός χορός ,εδώ είναι πανηγύρι ..."). Και με τη συνειδητοποίηση αυτή σαν τον ήρωα του βιβλίου παίρνουμε δύναμη και θάρρος για τη συνέχεια.
Ο Β.Ι. στον «Τάφο του Έλληνα» εμφανίζεται ως στυλίστας του λόγου, άνετος αφηγητής, εμπνευσμένος δημιουργός. Εδώ αναπτύσσει και τελειοποιεί τα εκφραστικά του μέσα, το απόλυτα προσωπικό του ύφος, (με το οποίο παρουσιάστηκε στην «Ποταμούλα»), το διακοσμημένο με ποίηση, υπερρεαλιστικές εναλλαγές, αυτόματη κίνηση, έξυπνους συμβολισμούς, γρήγορο ρυθμό και εντυπωσιακές εικόνες, ικανές να εμπνεύσουν έναν μοντέρνο καλλιτέχνη, αλλά κυρίως, -που είναι άλλωστε και το ζητούμενο-, να ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

* Ομιλία του Στ. Σταυρίδη στην τιμητική για τον Β.Ι. Εκδήλωση που έγινε στη γενέτειρά τους, τον Άγιο Κωνσταντίνο Τριχωνίδας, στις 8/6/ 1996.

4 Οκτωβρίου 2006

Νίκος Χουρδάκης

(Ομιλία στην τιμητική για τον Βασίλη Ιωακείμ εκδήλωση που έγινε στη γενέτειρα του συγγραφέα, Άγιος Κωνσταντίνος Αιτωλίας στις 8-6-1996).

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ στην διηγηματογραφία του ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜ

Το σύμβολο του Οδυσσέα, από την αρχαιότητα έως την εποχή μας, διαπερνά τη λογοτεχνία με τρόπο που λίγα σύμβολα θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, το σύμβολο του Οδυσσέα ζει, γιατί, όπως επισημαίνει ένας μεγάλος θρησκειολόγος, ο Μιρτσέα Ελιάντε, «Ο Οδυσσέας είναι το πρότυπο του ανθρώπου, όχι μόνο του σύγχρονου, αλλά ακόμη και του ανθρώπου του μέλλοντος, επειδή αντιπροσωπεύει, τον τύπο του "παγιδευμένου" ταξιδευτή. Το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι προς το κέντρο, προς την Ιθάκη, δηλαδή προς τον εαυτό ταυ"(1). Η διαχρονικότητα του συμβόλου έγκειται, με άλλα λόγια, στη υπαρξιακή του οντολογία, η οποία όμως είναι περιπετειώδης, αληθινή και πέρα για πέρα ανθρώπινη.
Εμείς οι Έλληνες, ως λαός θαλασσινός, αλλά και ως λαός που έχει το προνόμιο να συνεχίζει την παράδοση της Ομηρικής λαλιάς, αντιμετωπίζουμε το σύμβολο του Οδυσσέα με ξεχωριστό δέος. Έτσι, από τη Βυζαντινή εποχή, (11ος αιών), που θεμελιώνεται ο νέος ελληνισμός ως το τέλος του αιώνα μας, έχουν καταγραφεί πάρα πολλές λογοτεχνικές προσπάθειες ένταξης του συμβόλου στα πεπραγμένα κάθε ξεχωριστής εποχής.
«Στην ιστορία των κλασικών γραμμάτων», υπογραμμίζει ένας πανεπιστημιακός μελετητής, "που, όπως είναι γνωστό, στην Αναγέννηση, γνώρισαν εξαιρετική άνθηση, έχει παρατηρηθεί ότι ακολουθείται ένα ορισμένο «προτσές» με το οποίο τα μεγάλα έργα της αρχαίας Ελλάδας αρχίζουν σιγά σιγά να μπαίνουν στην πνευματική ζωή της δυτικής Ευρώπης: Μετάφραση, Απομίμηση - Ελεύθερη δημιουργία» (2).
Με βάση αυτό χα σχήμα βλέπουμε ότι κατά την Βυζαντινή εποχή, με τα μέχρι στιγμής ευρήματα, κυριαρχεί η απομίμηση των Ομηρικών Επών. Κατά τον πρώτο αιώνα δημιουργίας του Ελληνικού κράτους (1830.....1930) κυριαρχεί η μετάφραση, ενώ από τη δεκαετία του '30 έως τις μέρες μας, κυριαρχεί η Ελεύθερη Δημιουργία.
Την περίοδο λοιπόν του μεσοπολέμου τα σύμβολο του Οδυσσέα αισθητοποιήθηκε σε τρία πολύ χαρακτηριστικά, για το πεδίο των ιδεών που το καθένα εκπροσωπούσε, ποιητικά έργα: Αναφέρομαι στην "Οδύσσεια" του Νίκου Καζαντζάκη, την "Ιθάκη" του Κωνσταντίνου Καβάφη, και την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Σεφέρη «Μυθιστόρημα».
Αν όμως στην ποίηση το σύμβολο του Οδυσσέα, μαζί με άλλα σύμβολα που αντλούμε από Ομηρικά κείμενα, έγιναν αντικείμενο διαρκούς ενασχόλησης, δεν συνέβη το ίδιο και στην πεζογραφία μας, η οποία δεν ανέδειξε κάποιο έργο, από τη θεματική αυτή άποψη, ομόλογο ιστορικά με τα προηγούμενα. Αυτό, εδώ στη χώρα μας, γιατί στην Ευρώπη, το πνεύμα του μοντερνισμού εκφράστηκε με τον "Οδυσσέα" (1924), το αριστούργημα του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέημς Τζόυς.
Έτσι, ο Βασίλης Ιωακείμ είναι ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που εντάσσουν το σύμβολα του Οδυσσέα στο πλαίσιο της σύγχρονης πεζογραφίας μας. Στην περίπτωση του Ιωακείμ, η ένταξη του συμβόλου γίνεται προγραμματικά, κι αυτό έχει σημασία τόσο για τη διάσταση που προσλαμβάνει από την βιοθεωρητική άποψη, όσο και για λόγους που αφορούν την ποιητική, τον τρόπο δηλαδή που γράφει, και τον τόπο απ’ όπου αντλεί τις λογοτεχνικές του δομές.
Αλλά πριν περάσουμε στην διερεύνηση των δύο αυτών χαρακτηριστικών ζητημάτων που τίθενται στα πεζογραφικό του έργο, ας δούμε ένα σύντομο βιογραφικό του.
Ο Βασίλης Ιωακείμ γεννήθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο της Αιτωλίας το 1953. Ο πατέρας του κατάγεται από την Ποταμούλα Τριχωνίδας, ενώ η μητέρα του από τον Πόντο της Μικράς Ασίας. Ταξίδεψε κοντά δέκα χρόνια με ποντοπόρα πλοία ως ασυρματιστής. Σπούδασε Ιταλική φιλολογία. Το 1980 εξέδωσε τη συλλογή ποιημάτων "Ειρηνικός Λόγος", και το 1981 το θαλασσινό πολιτιστικό περιοδικό "Κανάλι 14". Το 1984 εξέδωσε ένα ακόμα ποιητικό βιβλίο με τίτλο "Δεύτερη Παρουσία", ενώ έγραψε και θεατρικά έργα, ένα από τα οποία, το μονόπρακτο "Μεσοπέλαγα", παρουσιάστηκε από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας. Το 1989 εξέδωσε το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, την "Ποταμούλα" όπου περιέχονται 27 διηγήματα, ενώ το δεύτερο που επιγράφεται "Ο Τάφος του Έλληνα" το εξέδωσε το 1995 και περιέχει 20 διηγήματα. Ανάμεσα στα δύο βιβλία, το 1994, εξέδωσε, σε 70 αντίτυπα εκτός εμπορίου, ένα ακόμα βιβλιαράκι με τίτλο «Διήγησις Βασιλείου του Θαλασσινού», το οποίο περιέχει ένα εκτενές διήγημα. Συνολικά μέχρι στιγμής, ο Ιωακείμ, έχει δημοσιεύσει 48 διηγήματα, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα ύφους και ήθους με τη βαθύτερη σημασία. Έτσι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως συνέχεια του άλλου, αφού σε όλα υπάρχει μια κοινή ποιητική μήτρα, την οποία θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε.
Στα δύο πρώτα κείμενα της "Παταμούλας", από τα οποία το ένα έχει
θέση αφιέρωσης-προσφοράς και το άλλο λειτουργεί ως εισαγωγικό στο
αφηγηματικό πεδίο του συγγραφέα, ορίζεται σαφώς το πλαίσιο της ποιητικής του. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Δεν μπορεί, η Κυρά Δέσποινα, η ταπεινή μου μητέρα, να χάθηκε έτσι, εντελώς. Πού πήγε εκείνο το θλιμμένο χαμόγελο, η λυπημένη γλυκεία μορφή; Πού είναι οι απρόβλεπτες σοφίες της, και τα γνωμικά, και τ’ αποφθέγματα, για τα οποία την γλυκοειρωνευόμουν, και ψευτοθύμωνε, κι έλεγε: ‘Αμ’ τι με πέρασες; Εγώ σας έβγαλα’. Πού πήγε η Κυρά Δέσποινα; Θα ’γινε άγγελος, λέω. Αλλά μετά: Μπα, καλύτερη τύχη της άξιζε. Αγία θα ’γινε. Ναι, Αγία».
Πέρα από την αυτονόητη συγκινησιακή φόρτιση του αποσπάσματος, όσον αφορά το θέμα της ποιητικής, εμάς μας ενδιαφέρει αυτό που λέει ο συγγραφέας, ότι ανατράφηκε από μια μάνα η οποία χρησιμοποιούσε ως παιδαγωγικό μέσο τρία χαρακτηριστικά για την λαϊκή ειδολογία στοιχεία: τις απρόβλεπτες σοφίες, τα γνωμικά, και τα αποφθέγματα. Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Ιωακείμ.
Το δεύτερο κείμενο είναι ακόμα πιο διαφωτιστικό για το ζήτημα που εξετάζουμε. Επιγράφεται «Κατ’ εντολή προγονική» και ξεκινά με μότο τους στίχους της Ιταλίδας ποιήτριας Έστερ Μονακίνο: «Για μένα, για μένα/ είναι να κλαις με τα μάτια του Οδυσσέα, /γιατί η ιδέα είναι το ταξίδι». Στη συνέχεια διαβάζουμε: «Κι ο δόλιος Οδυσσέας αφού ξεπάστρεψε τους φθονερούς μνηστήρες, έφυγε πάλι απ’ την Ιθάκη. Ήρθε να ζήσει εδώ, στα μέρη τα δικά μας. Στην Ποταμούλα, αν έχετε ακουστά. Παντρεύτηκε μια προπρογιαγιά μου, κι άφησε τέτοιαν εντολή: Ένας απ’ τους μελλοντικούς εγγονούς μας πρέπει να ξανακάνει το ταξίδι. Κι έτσι εγώ, ο εβδομηκοστός εγγονός του, σπρωγμένος από την προγονική εντολή, μ’ ένα μικρό καράβι γύρισα τον κόσμο. Και μου πήρε –να ήταν σύμπτωση, ακριβώς δέκα χρόνια, όπως του προπάππου μου. Κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι…».
Όλο αυτό το κείμενο είναι πολύ σημαντικό γιατί διευκρινίζει προγραμματικά ότι αυτά που θα διαβάσουμε στη συνέχεια τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου βιβλίου, είναι μικρές ραψωδίες που αφηγούνται περιστατικά από το ταξίδι του νεότερου απογόνου του Οδυσσέα, -που είναι κι αυτός ένας Οδυσσέας της εποχής του.
Ένα άλλο σημείο που είναι ενδιαφέρον, είναι η τελευταία πρόταση: Κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι… Τόσο η λέξη «σοφός» όσο και η λέξη «διηγούμαι» έχουν μια ξεχωριστή σημασία για το ζήτημα της ποιητικής, αλλά για να γίνει κατανοητή πρέπει να έχουμε υπόψη μας το εξής:
Είναι γνωστό ότι η τέχνη της προφορικής αφήγησης είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκαν και διαδόθηκαν τα Ομηρικά έπη κατά την αρχαιότητα Οι ραψωδοί περιέτρεχαν την επικράτεια αφηγούμενοι με τη συνοδεία μουσικών οργάνων τα κλέη και τα έπη ανθρώπων και λαών. Η τέχνη της προφορικής αφήγησης από την αρχαιότητα ως τον μεσαίωνα, κι από κει ως τη νεότερη εποχή υπήρξε μια σημαντική λειτουργία σε όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς και κυρίως στους Έλληνες. Μόνο στον αιώνα μας περιέπεσε σε παρακμή, αφού η παραδοσιακή κοινωνία υποκαταστάθηκε οριστικά από τη βιομηχανική. «Η εμφάνιση του μυθιστορήματος» γράφει ο σπουδαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας Βάλτερ Μπένγιαμιν, «στις αρχές του σύγχρονου κόσμου είναι η πρώτη ένδειξη της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην παρακμή (της προφορικής αφήγησης ή ιστόρησης…). Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει από άλλες μορφές πεζής λογοτεχνίας, όπως το παραμύθι, ο θρύλος, ακόμη και η νουβέλα, διότι δεν προέρχεται από την προφορική παράδοση, ούτε ασχολείται με αυτήν. Έτσι διαφοροποιείται από την ιστόρηση, συγκεκριμένα. Ο ιστορητής παίρνει το υλικό του από την προσωπική του εμπειρία, ή την εμπειρία κάποιου άλλου που έτυχε να την ακούσει, και με τη σειρά του την κάνει εμπειρία εκείνων που ακούνε την ιστορία του. Ο μυθιστοριογράφος όμως έχει απομονώσει τον εαυτό του. Η γενέτειρα του μυθιστορήματος είναι ο μοναχικός άνθρωπος (3)», υπογραμμίζει ο Μπένγιαμιν. Αντίθετα ο ιστορητής είναι άνθρωπος της μικρής κοινότητας, που τον επιφορτίζει, η μοίρα και το ταλέντο του, να διδάξει ήθος στους συνανθρώπους του δια των ιστοριών του. Εν προκειμένω, ο Βασίλης Ιωακείμ, βρίσκεται στην σφαίρα αυτή. Είναι ένας λογοτεχνικός ιστορητής, αφού τα αφηγήματά του προϋποθέτουν και απευθύνονται σε μια μικρή ανθρώπινη κοινότητα, στην οποία εξιστορεί τα ταξίδια του, που δεν είναι κατ’ ανάγκη ταξίδια όντως θαλασσινά, με την έννοια που τα γνωρίσαμε στον Καρκαβίτσα ή τον Καββαδία, αλλά ταξίδια μέσα στον κόσμο, γενικά, και μέσα στη «θάλασσα της ύπαρξης», ειδικά. Στα ταξίδια αυτά μένει σταθερός ο νόστος της επιστροφής στην Ιθάκη, που στην περίπτωσή μας ονομάζεται Ποταμούλα, ένα μικρό δηλαδή χωριό, που παίρνει το όνομά του από ένα ποταμάκι. Αν η θάλασσα είναι το σύμβολο του ταξιδιού για τον μεγάλο κόσμο, το ποτάμι είναι το σύμβολο του ταξιδιού μέσα στον εαυτό μας. Και πρέπει να πούμε ότι το δεύτερο αυτό σύμβολο λειτουργεί πιο δυναμικά, -ηθελημένα προφανώς-, στην πεζογραφία του Ιωακείμ.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην Ευρώπη μια τάση για την αναβίωση της προφορικής αφήγησης. Η τάση αυτή, που έχει πάρει την Αγγλική ονομασία storytelling, (στα Ελληνικά: Ιστόρηση ή εξιστόρηση), δεν μένει μόνο στην προφορική εκδοχή, αλλά επιτρέπει και στη λογοτεχνική δημιουργία, η οποία τείνει να φτάσει σε ένα αδιέξοδο πνευματικό, αφού το μυθιστόρημα, -η κύρια μορφή λογοτεχνικής έκφρασης της εποχής μας-, έχει γίνει ένα εμπορικό προϊόν, περίπου ισοδύναμο με κάθε άλλο εμπορικό προϊόν. Η storytelling, που θα μπορούσαμε από την άποψη της αισθητική να την τοποθετήσουμε μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, αξιοποιεί τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς τρόπους, όπως τα παραμύθια, τα γνωμικά, τις παραβολές, τις αλληγορίες, αλλά πάνω απ’ όλα, τα βιώματα του αφηγητή, προκειμένου να οδηγήσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη σε μια κατάσταση που να θέλει να επαναλάβει αυτό που άκουσε ή διάβασε. «Όσο πιο φυσική είναι η διαδικασία με την οποία ο ιστορητής παραμερίζει την ψυχολογία, τόσο πιο εύκολα εγγράφεται η ιστορία στη μνήμη του ακροατή. Όταν η ιστορία ενσωματώνεται ολοκληρωτικά στην εμπειρία του ακροατή, τότε αυξάνει και η επιθυμία του να την επαναλάβει, αργά ή γρήγορα, σε κάποιον άλλον. Αυτή η διαδικασία αφομοίωσης, που γίνεται βαθιά μέσα στον άνθρωπο, αρχίζει να σπανίζει» (4).
Στη διαδικασία που περιγράψαμε εντάσσονται, αν όχι όλες, οι περισσότερες από τις διηγήσεις του Ιωακείμ, ο οποίος αναδεικνύεται έτσι, χωρίς ίσως και ο ίδιος να το ξέρει, σε εκπρόσωπο αυτής της τάσης της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αυτό το «διαφορετικό’ που εμπεριέχει η διηγηματογραφία του, σε πολύ γενικές γραμμές, έχει εντοπιστεί από την κριτική, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί επακριβώς, για να μπορούν οι αναγνώστες να έχουν έναν οδηγό πλεύσης, ή να υπάρξει μια ευρύτερη αισθητική συζήτηση γύρω από αυτήν την λογοτεχνική άποψη.
Αλλά για να επανέλθουμε στο σημείο όπου ανοίξαμε την εκτεταμένη αυτή παρένθεση, θα πρέπει να επισημάνουμε και ένα άλλο χαρακτηριστικό του ιστορητή και της ιστόρησης, που είναι τι πιο ουσιαστικό, όσον αφορά την καθαρά πνευματική διάσταση. «Ο ιστορητής», υπογραμμίζει ο Μπένγιαμιν, «σε κάθε περίπτωση έχει κάποια συμβουλή για τους ακροατές του. Όμως αν σήμερα η παροχή συμβουλής άρχισε να είναι ξεπερασμένη, αυτό οφείλεται στον ξεπεσμό της μεταδόσιμης εμπειρίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην έχουμε συμβουλές για τους εαυτούς μας, και έτσι, πόσο μάλλον, για τους άλλους(…). Για να αναζητήσει κανείς τη συμβουλή, πρέπει πρώτα να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία (…). Συμβουλή πλεγμένη μέσα στην πραγματική ζωή είναι η σοφία. Η τέχνη της ιστόρησης», έγραφε, πριν από εξήντα χρόνια ο Μπένγιαμιν, «πλησιάζει στο τέλος της, γιατί η επική πλευρά της αλήθειας, η σοφία, εκλείπει». (5).
Ας σκεφτούμε λοιπόν τώρα, σε τι ανταπόκριση βρίσκεται η προγραμματική πρόταση του Ιωακείμ: κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι… με ό, τι επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Το γεγονός ότι βάζει ο Ιωακείμ τη λέξη «σοφός» εντός εισαγωγικών, αυτό γίνεται για λόγους καθαρά σεμνότητας και ταπεινότητας. Άλλωστε η σοφία εγγράφει ως ευγενές χαρακτηριστικό της αυτές τις δύο ιδιότητες.
Ένα τρίτο σημείο που μας διευκρινίζει το πλαίσιο της ποιητικής του Ιωακείμ, προέρχεται από το βιβλιαράκι «Διήγησης Βασιλείου του Θαλασσινού» όπου γράφει: «Κτίζω ένα παραμύθι. Βάζω νεράιδες, μάγισσες, κι έναν κακό δράκο να κλέβει την πεντάμορφη. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Θα πρέπει να σκοτώσω το δράκο. Παίρνω τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, και φτάνω ως την καρδιά του δάσους. Αλλά τι βλέπουν τα μάτια μου; Η πεντάμορφη στην αγκαλιά του δράκου. Χαμογελάω. Τους δίνω την ευχή μου. Ας ζήσουνε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερỨ.
Στο απόσπασμα αυτό, πέρα από τη ρητή δήλωση του συγγραφέα: Κτίζω ένα «παραμύθι», διαπιστώνουμε και την ανασκευαστική του πρόθεση. Το διπλό αυτό χαρακτηριστικό, που το συναντάμε σε όλες τις εκδοχές του μεταμοντερνισμού, είναι φυσικά ενεργητικό για το λογοτεχνία, η οποία δεν είναι δυνατόν να μιμείται και να αντιγράφει απλά τρόπους παραδοσιακούς, αλλά πρέπει αυτούς τους τρόπους να τους εμπλουτίζει με νέα μηνύματα, να τους μεταπλάθει σε νέες λογοτεχνικές μορφές, που σαν ανώτατο στόχο έχουν την γεφύρωση του χάσματος του χρόνου: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο χρόνος πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαία και αδιαίρετη οντότητα και όχι όπως τον αισθητοποίησε η νεοτερικότητα, ως σύγχρονο και παλιό, ως καινούριο και ξεπερασμένο. Γεγονός που είχε έντονο ηθικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη ψυχή.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο Βασίλης Ιωακείμ «κτίζει» το έργο του με τα υλικά της παράδοσης, που είναι κληρονομιά μητρική. Επίσης με προσωπικά του βιώματα, που αποκτήθηκαν στα πολύχρονα ταξίδια του, ενώ το τρίτο χαρακτηριστικό προέρχεται από την πολιτισμική παράδοση του Ελληνισμού, κι έχει να κάμει με το αρχέτυπο του Οδυσσέα. Αυτού του επικού και υπαρξιακού πλάνητα που θέτει ως στόχο της ζωής του να ξαναδεί «καπνό ν’ αναθρώσκει από την καμινάδα του σπιτιού του». Αλλά το ταξίδι του Οδυσσέα, πώς ερμηνεύεται, αν όχι με τον τρόπο που το ερμήνευσε ο Μιρτσέα Ελιάντε γράφοντας ότι: «θρυλικά έμειναν τα βάσανα και οι «δοκιμασίες» του Οδυσσέα, κι όμως κάθε επιστροφή στην εστία «αξίζει» την Οδύσσεια για την Ιθάκη, και αυτό αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σ’ ένα χώρο ιερό, στο Κέντρο» (6).
Η επιστροφή προς το ιερό κέντρο, που συμπυκνώνει τον έρωτα και την εντοποιότητα, είναι η άμεση αναζήτηση σε κάθε ιστόρηση του Ιωακείμ, γι’ αυτό η λογοτεχνία του δεν εξαντλείται σε μια ευθύγραμμη ανάγνωση, αλλά τείνει να πάρει ένα υψηλό χαρακτήρα, που μόνο η ύπαρξη μιας προγραμματικής ποιητικής μπορεί να «υλοποιήσει». Την αισθητοποίηση της αναζήτησης του ιερού κέντρου τη βρίσκουμε, χαρακτηριστικά, σε ένα διήγημα που επιγράφεται «Η νεράϊδα, το τέρας και το λιμάνι της αγάπης», όπου γράφει: «Εκεί με πρόσμενε το ολόλευκο καράβι. Έπρεπε να κινήσω πάλι για ταξίδι. Μα ήταν πρώτη φορά που κάποια αγάπη κούναγε μαντήλι αποχαιρετισμού, που κάποια αγάπη πρόσμενε το γυρισμό μου, που κάποια αγάπη γύρναγε στη σκέψη μου. Κι ήτανε αυτή η αιτία που απαλλάχτηκα από τη μανία της φυγής κι από το σύνδρομο των ατσίγγανων και των χελιδονιών. Κι έτσι ήτανε αυτό το τελευταίο μου ταξίδι. Γύρισα στ’ ακρογιάλι της όπου με πρόσμενε, και ζήσατε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι όσο για το λευκό καράβι, το δίνω χάρισμα σ’ αυτούς που ονειρεύονται ταξίδια, μέχρι που να βρούνε και δαύτοι το λιμάνι της αγάπης ν’ αράξουν. Γιατί το κουρασμένο μας σκαρί, γυρεύει πάντα ένα απάνεμο λιμάνι για ν’ αράξει».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο του Paurl Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, εκδ. Καρδαμίτσα, μετ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Αθήνα 1990, σ. 140.
2. Κ. Μητσάκης, Ο Όμηρος στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. (Μεσαιωνικές και Νεοελληνικές μελέτες 1), Αθήνα 1976, σ. 17.
3. Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ο ιστορητής. Περιέχεται στο συλλογικό τόμο «Άκου μια ιστορία. Η παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης και η αναβίωσή της στις μέρες μας», εκδ. Ακρίτας, μετάφραση-επιμέλεια Ντορίνα Παπαλιού, Αθήνα 1996, σ. 43.
4. ο.π. σ. 48.
5. ο.π. σ. 42-43.
6. Μιρτσέα Ελιάντε, Εικόνες και σύμβολα. Το συλλογικό υποσυνείδητο, εκδ. Αρσενίδης, μετ. Άγγελος Νίκας, Αθήνα 1994, σ. 71.

No comments: