Thursday, May 31, 2007

Κάποιες βιβλιοκριτικές στον τύπο.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 1995

Την πρώτη του εμφάνιση στο διήγημα ο Βασίλης Ιωακείμ την έκανε το 1989 με τη συλλο­γή «Ποταμούλα». Ήταν ένα καλό σημάδι το βιβλίο εκείνο για τις ικανότητες και τις δυνάμεις του συγγραφέα, που σήμερα μας δίνει ένα ακόμη αξιοπρόσε­κτο δείγμα της δουλειάς του. Η ροπή του Ιωακείμ προς το παράλογο και την ονειρική αφήγηση φαινόταν αρκετά στην «Πο­ταμούλα-, τώρα, όμως, τείνει να μετατραπεί σε καθεστώς, δίχως, ευτυχώς, να εκπίπτει σε μανιέρα. Όλα τα διηγήματα που περιλαμβά­νονται στον «Τάφο του Ελληνα» βασίζο­νται στην ίδια μέθοδο: στην αρχή έχουμε ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον κι έναν αφη­γητή οποίος φροντίζει να βάζει σε λογική τά­ξη τα λεγόμενα του, αφήνοντας μας να πι­στέψουμε ότι η ιστορία του θα έχει μια κατ’ επαγωγήν, αυστηρά καθορισμένη έκβαση. Προχωρώντας, η τυπική αυτή οργάνωση διασαλεύεται και ο ειρμός σπάει: ο αφηγητής, που ταυτίζεται πάντα με τον κεντρικό ήρωα, πέφτει σε μια κατάσταση παραίσθησης ή ονείρου και ζει τα πράγματα μ' έναν τρόπο ο οποίος σβήνει τις καθαρές γραμμές και κα­ταργεί κάθε σαφές όριο, για να δημιουργήσει ένα είδος διαρκούς «ρευστού», μιαν υπερκεί­μενη ή υπόγεια πραγματικότητα, βγαλμένη από το χώρο της φα­ντασίας και του υποσυνείδητου.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας οι πιο παράξενες και μαγικές εικό­νες έρχονται να πάρουν θέση και να ενσωματωθούν στα δρώμενα: γυναίκες που κρύβονται πίσω από πυκνές φυλλωσιές σε αρκαδικού τύπου τοπία, λουλούδια που μετα­μορφώνονται σε αντικείμενα, κά­μποι που καταλήγουν σε αδιάβα­τα βράχια, άνθρωποι που ανοί­γουν τα χέρια τους και πετάνε, πρόσωπα που αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού μορφή και σώμα. Ο Ιω­ακείμ γράφει με μικρές, κοφτές φράσεις, κρατάει πάντα, χαμηλό τον τόνο της φωνής του, αποφεύγει τις πολλές ή τις εκτενείς περιγραφές, μας βάζει σχεδόν απροειδοποίητα στον περίεργο και αντιθετικό κόσμο του. Το στοιχείο αυτής της αθόρυβης έκπληξης είναι ένα από τα με­γαλύτερα πλεονεκτήματα της τεχνικής του, αφού διατηρεί συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και εξάπτει εύσχημα την προσοχή του.
Έλεγα πιο πριν ότι ο Ιωακείμ ταυτίζει πάντα τον αφηγητή του με τον κεντρικό ήρωα. Για να είμαι πιο ακριβής, θα πρέπει να συμπλη­ρώσω ότι αφηγητής, κεντρικός ήρωας και συγγραφέας συγχωνεύονται στο ίδιο πρόσω­πο, το πρόσωπο που είδαμε να ταξιδεύει στα φανταστικά τοπία ενός ατέλειωτου ονείρου, συνομιλώντας με ένα πλήθος επιμέρους πρωταγωνιστών και περνώντας μέσα από αλ­λεπάλληλους μετασχηματισμούς. Ο. Ιωα­κείμ μετέχει αυτοπροσώπως στις ιστορίες του, αλλά το αδιάκοπο αυτό «εις εαυτόν» δεν έχει σχέση ούτε με την εξομολόγηση ούτε με την αυτοβιογρα­φία. Η διήγηση μπορεί να ξεκινάει από πραγματικές αναμνήσεις ή περιστατικά, αλλά η οργανική της βάση αποτελείται από ένα εντελώς διαφορετικό υλικό. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για το παιχνίδι με τη φαντασία και το όνειρο, αλλά και για μια σαφώς «παραμυθητική» λειτουργία, που βοηθάει τα κείμενα να αναπνεύσουν καλύτερα, εφόσον τα απαλ­λάσσει από πιθανές συμβολικές ή ψυχαναλυτικές αναγνώσεις, οι οποίες θα τα οδηγήσουν σε μια μάλλον άχαρη και πάντως όχι ουσιαστική κατεύθυνση.
Εκείνο που ζητάει ό Ιωακείμ μετά σύντομα πλην εξαιρετικά πυκνογραμμένα πεζά του δεν είναι η καταβύθιση σε κάποια σκοτεινή, γεμάτη αδιέξοδα ή ενοχές περιοχή, αλλά η περιήγηση στον ελεύθερο και ανοιχτό χώρο του δημιουργικού συνειρμού και της καλώς εννοούμενης αυθαιρεσίας, που έχει αποτέλε­σμα μια εύκαμπτη και άνετη γραφή, ικανή να τέρψει άμα και να θέλξει: τόσο με την πρωτο­τυπία της όσο και με την ιδιότυπη και κάθε άλ­λο παρά ανυποψίαστη αθωότητα της.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αυγή, 20-5-1990

ΑΥΞΑΝΟΥΝ παρήγορα τα δείγ­ματα της νεότερης πεζογρα­φίας, που παρακάμπτουν τον επίπεδο - απλώς εικονογραφικό -ρεαλισμό ή την κοινωνιολογίζουσα ηθογραφία, προσβλέποντας σε ένα διαφορετικό, και ορισμένες φορές όν­τως ενδιαφέρον, παιχνίδι με εκφραστι­κά μέσα πιο ευέλικτα και, κάποτε, πε­ρισσότερο αποτελεσματικά. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Ιω­ακείμ ανήκει σε αυτή την κατηγορία και παρά τα κάποια (σε επίπεδο πταί­σματος πάντως) προβλήματα συμβάλ­λει, με τον τρόπο της, στην ανανέω­ση προσανατολισμών και τάσεων.
Χωρισμένα σε τρία μέρη τα διηγή­ματα της «Ποταμούλας» αναφέρονται διαδοχικά στα παιδικά χρόνια, στην εμπειρία της επαγγελματικής ζωής και, τέλος, στα όνειρα και στη φαντα­σία του αφηγητή. Θέμα, κατ' ουσίαν δεν υπάρχει. Κυριαρχούν οι εικόνες -αποσπάσματα μνήμης και τα πρόσω­πα - σκιαγραφίες ενός κατά κανόνα στενού βιοτικού περιβάλλοντος. Θα έλεγα, με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχει μια τέτοια διατύπωση πως ο Ιωακείμ δουλεύει με ό, τι έρχεται στην άκρη της γραφίδας του. Η μέθο­δος του συνειρμού δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος και το «υλικό» που προκύπτει δια της χρήσεώς της
μπορεί κάλλιστα να εκτραπεί στην ασημαντολογία, ή, χειρότερα, στη συσσώρευση στιγμιότυπων που αδυνα­τούν να προτείνουν ένα στοιχειώδη αποχρώντα λόγο για την ως έτυχε πα­ράταξη τους. Ιδού, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας εμπιστεύεται, αν γίνεται να το πως έτσι, την τύχη του και κερδίζει. Τα πε­ρισσότερα κομμάτια του βιβλίου είναι πειστικά, προκαλούν συγκίνηση χωρίς να αισθηματολογούν (εκεί μάλιστα όπου ο παραμερισμός της αισθητολογίας μοιάζει πολύ δύσκολη υπόθεση σε αναμνήσεις ή γεγονότα που πονούν ακόμη και, το κυριότερο, δημιουργούν - στην τελευταία ενότητα της συλλογής - ένα κόσμο του οποίου η έλλειψη αληθοφάνειας δεν ενοχλεί στο παραμικρό τον αναγνώστη. Οι αχνές δόσεις ονείρου που επιτρέπει ο Ιωακείμ να παρεισφρύσουν στα πρώτα διηγή­ματα της «Ποταμούλας», ενισχύονται στο τρίτο μέρος με ένα έντονο παρα­μυθητικό στοιχείο, ικανό να αναγάγει τη ρεαλιστική αφορμή σε δραστικό λό­γο ονειροφαντασίας. Εδώ, άλλωστε, ανιχνεύεται και το βασικό ατού του πεζογράφου μας – η πιο πλούσια «φλέ­βα» του.
Προς την ίδια κατεύθυνση βλέπω και τη μελλοντική αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, οι οποίες μάλλον τον εγκαταλείπουν όταν επικαλείται την κοινωνική και πολιτική του συνείδη­ση: διδακτισμός και «ναΐβ» στάση δεν προσθέτουν τίποτε σε ένα σύνολο κει­μένων που από αλλού προέρχονται και αλλού «κοιτάζουν». Ωστόσο, δεν χρειάζεται να γίνεται κανείς πικρός με δεδομένα που μικρό τόπο πιάνουν σε μια ειλικρινή προσπάθεια και ένα πράγματι υποσχόμενο πνεύμα. Ο Ιω­ακείμ δεν είναι επινοητικός με την έν­νοια του συγγραφέα - γραφιά είναι όμως εφευρετικός με τον τρόπο ενός καλλιτέχνη - γητευτή, που με μια κί­νηση μαγική μεταμορφώνει την κοινή και καθημερινή «πραμάτεια» του σε υλικό σαγήνης και ανακουφιστικής φυγής. Φυσικά, μιλώ μεταφορικά. Η λογοτεχνία δεν έχει σχέση με την τα­χυδακτυλουργία αλλά με τη γλώσσα. Ο δημιουργός μας κερδίζει, όπως λέ­γαμε πιο πάνω, το παιχνίδι του χάρη στην πυκνότητα και την αφαίρεση. Η συχνή παράλειψη του ρήματος από τις προτάσεις του εξασφαλίζει μιαν άδη­λη ρηματική ενέργεια, που αποτελεί, νομίζω, τον αποφασιστικότερο παρά­γοντα στη διαδικασία επιτυχούς υπο­βολής του δέκτη στα φανταστικά γε­νόμενα του κειμένου.
Η «Ποταμούλα» είναι μια πολύ κα­λή αρχή για την πεζογραφική θητεία του Βασίλη Ιωακείμ, που ξεκίνησε -κάπως αμήχανα είναι αλήθεια - από την ποίηση. Εγγράφει υποθήκες στις οποίες οφείλει να ανταποκριθεί ο συγ­γραφέας: χωρίς πάθος, αλλά με επιμο­νή.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18-4-1990.

Τους τελευταίους μήνες κυκλοφόρησαν αρ­κετές αξιόλογες συλλογές διηγημάτων και ί­σως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα άνθηση της διηγηματογραφίας (που, με την ευκαιρία, είχε σημειώσει την τελευταία ποιοτική έξαρσή της στο διάστημα 1982-84). Τρία προβληματι­κά, αλλά πάντως ενδιαφέροντα έργα νέων δημιουργών αξίζει να μας απασχολήσουν εδώ.
Με την «Ποταμούλα» (Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989, σς. 132, δρχ 700) ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. 1953) μας έδωσε μια σειρά σύντο­μων, καλογραμμένων διηγη­μάτων, χωρισμένων σε τρεις ενότητες: Κάθε ενότητα αντι­στοιχεί σε μια φάση της ζωής ενός στεριανού που έγινε ναυτικός: παιδικά χρόνια στο χωριό - περιπλάνηση σε διάφορους τόπους - η εμπει­ρία τον θαλασσινού. Δυστυ­χώς, αυτός ο καθαρά βιο­γραφικός μίτος δεν λειτουρ­γεί συνδετικά στο βιβλίο, κι έτσι τα διηγήματα των τριών ενοτήτων είναι τόσο ανομοι­ογενή, ώστε προκαλούν κά­ποια σύγχυση στον αναγνώ­στη: δεν καταλαβαίνουμε π,χ. πώς από τις γλυκόπικρες και πότε-πότε χιουμο­ριστικά δοσμένες αναμνή­σεις της παιδικής ηλικίας περνάμε στα παραμύθια που εμπνέεται ο ναυτικός, με μεσαιωνικούς άρχοντες και βασιλιάδες της Ανατο­λής. Εκτός από αυτό, αρκετά από τα διηγήματα πάσχουν από έναν συναισθημα­τισμό και, ακόμα χειρότερα, έναν διδακτισμό. Ωστόσο, το ύφος του Ιωακείμ έχει αξιο­πρόσεχτες αρετές: είναι λιτό, γρήγορο, ζωγραφίζει κατα­στάσεις με λίγες πινελιές και δημιουργεί άνετα την κατάλ­ληλη ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι εκείνο που λείπει από τον συγγραφέα είναι το θέμα. Επειδή είναι η πρώτη πεζο­γραφική δουλειά του και είναι ακόμα σχετικά νέος, είναι λογικό να του δοθεί κά­ποια πίστωση χρόνου.



Μισέλ Φάις, Ελεύθερος τύπος 28-4-1996

Διαβάζοντας κανείς τις πυκνοϋφασμένες ιστο­ρίες του Ιωακείμ έχει την αίσθηση ότι μέσα στο αμιγές ρεαλιστικό περίβλημά τους σιγοβράζει μια έντονη συνειρμική διάθεση. Κι αυτή η διάθεση εκδηλώνεται είτε με ονειρικό είτε με παραμυθολογικό τρόπο.
0 αναγνώστης διαπιστώνει ότι η γραμμή είναι κοινή και στα 20 μικρά κείμενα του τόμου. Βαθμιαία, το αληθοφανές πλαίσιο καταρρέει και ο αφηγητής (ο οποίος σε γενικές γραμμές ταυτί­ζεται με το συγγραφέα) αρχίζει να χάνει το έδα­φος κάτω από τα πόδια του. Αυτό δε σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία του φανταστικού. 0 Ιωακείμ είναι μάλλον θιασώτης της καφκικής οδού: φτάνει στην ανατροπή του πραγματικού μέσα από την απόλυτη προσήλωσή του σε αυτό.
Η μικροπερίοδος φράση, η φειδωλή καταφυ­γή στις εξωτερικές περιγραφές και οι χαμηλοί τόνοι της αφήγησης, συνθέτουν τη μορφική ιδιοπροσωπία του Ιωακείμ.


Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 7-11-1995

Τις καλές του σχέσεις με τον τρόπο που ιστορείται ένα παραμύθι, ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. το 1953 στην Αιτωλία) τις έχει δεί­ξει και στα διηγήματα της προηγούμενης συλλογής του, της «Ποταμούλας», και στο βιβλιαράκι «Διήγησις Βασιλείου του Θα­λασσινού», όπου διαβάζουμε την υποδηλωτική «εισαγωγή»: «Κτίζω ένα παραμύθι. Βάζω νεράιδες, μάγισσες κι έναν κακό δράκο να κλέβει την πεντάμορφη. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Θα πρέπει να σκοτώσω το δράκο. Παίρνω τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, και φτάνω ως την καρδιά του δάσους. Αλλά, τι βλέπουν τα μάτια μου; Η πεντάμορφη στην α­γκαλιά του δράκου. Χαμογελάω. Τους δίνω την ευχή μου. Ας ζήσουνε αυτοί καλά κι ε­μείς καλύτερα». Ηδη σ' αυτή την περικοπή φαίνεται και η συνάφεια με το χώρο των παραμυθιών και η πρόθεση ανασκευής τους ή και ανατροπής τους, αλλά και η έ­κταση της γλώσσας προς την περιοχή των δημοτικών τραγουδιών, προς υιοθέτηση των ρυθμικών τους μοτίβων.
Στην τωρινή συλλογή, τον «Τάφο του Ελληνα», όπου αρκετά από τα είκοσι διη­γήματα είναι αρμυρισμένα από τη θάλασ­σα, που ο συγγραφέας τη γεύτηκε σαν α­συρματιστής, ο Βασίλης Ιωακείμ πολιορκεί και εκμεταλλεύεται πάλι και πάλι έναν άλ­λον κοινό τόπο της γραπτής και προφορι­κής παράδοσης: τον νόστο. Και μάλιστα ο νόστος αυτός εκτίθεται σχεδόν πάντοτε α­ποτυχημένος, ανολοκλήρωτος, ματαιωμέ­νος ή πικρός, ώστε να νομιμοποιείται έτσι η νέα εκκίνηση, το νέο ταξίδι. «Χάθηκα στα βάθη της θάλασσας» τελειώνει το διή­γημα «Οδός Ιωνίας». «Ήξερα πως δεν θα ξαναγυρίσω» τελειώνει η «Φυλακή». «Και συνεχίζουμε στο δρόμο. Κι ούτε που ξέρω πού πάμε» περατούται το «Κέλβιν και Μάλβιν: Η νέα δύναμη». Η πορεία, η αν­θρωπογνωστική πορεία, είναι ατέρμονη, ό­πως δηλώνεται και στον τίτλο ενός διηγήματος. Είναι μια πορεία όπου το «έξω» δεν είναι παρά πρόσχημα.
Στο δικό μου αυτί, λογοτεχνικότερος α­κούγεται ο λιγότερο εκλογοτεχνισμένος Ιωακείμ, ο μετριοπαθέστερα θιασώτης του αλληγορικού λόγου. Η γραφή του αποδίδει πλουσιότερη και την εικόνα και τη σκέψη όταν εμπιστεύεται την ίδια της τη φρεσκά­δα και την ευχέρειά της να εισέρχεται με αθωότητα σε πράγματα μαγικά και παράδο­ξα, όταν γίνεται κοφτή και λαχανιαστή, και όταν χρησιμοποιεί συγκρατημένα τα στολί­σματα και συγκρατημένα επίσης στοιχημα­τίζει στις αναγωγές και στις συμβολιστικές συνυποδηλώσεις.

No comments: