Thursday, May 31, 2007

Διήγημα

Βασίλης Ιωακείμ
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (ανέκδοτο)
Στον Μπάμπη Δερμιτζάκη


Είδα την ψυχή του πατέρα όταν έφευγε.
Ο πατέρας ήταν παράξενος άνθρωπος. Τρυφερός με τη γη, απόμακρος με τα παιδιά του.
Επτά παιδιά έσπειρα. Και ο αγώνας της επιβίωσης. Και το κλείσιμο στον εαυτό του. Και η απόσυρσή του στο κτήμα του.
Ο άνθρωπος κάνει ένα κύκλο. Ξεκινάει από έναν τόπο, και είναι ευτυχής αν κατορθώσει να γυρίσει σ’ αυτόν μετά το ταξίδι της ζωής. Ο πατέρας το κατόρθωσε. Με όλο το τίμημα βέβαια της απομόνωσης.
Άρχισε να σκάβει, να μπολιάζει τα άγρια δέντρα, να φυτεύει...
Όταν πέθανε η μάνα, έγινε ακόμα πιο ξένος. Κι ύστερα παντρεύτηκε ξανά. Και τον χάσαμε εντελώς.
Νοιώθαμε μια απογοήτευση, τ’ αδέλφια, μα πάλι τον συγχωρούσαμε, στο όνομα του αγώνα που έκανε για να μας μεγαλώσει. Κι άλλωστε η μοναξιά, το ξέραμε, δεν αντέχεται.

Το γέλιο χάθηκε. Κι από μας, κι απ’ αυτόν.
Κατά περίεργο τρόπο άρχισε να ασχολείται με εμπόρια. Αλυσίδα καταστημάτων έφτιαξε. Κι όλο πιο ξένος γινόταν.
Πηγαίναμε καμιά φορά, τ' αδέρφια, να τον δούμε, μα νοιώθαμε άβολα. Αγέλαστος ο πατέρας, όλο με γραμματείς, διευθυντές, και τέτοια. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου», λέγαμε.
Μια μέρα ήμουνα στο κατάστημα. Ή μάλλον στο πολυκατάστημα του πατέρα. Χάζευα στο ισόγειο. «Πόσο ξένος», έλεγα, «ο πατέρας». Και θυμόμουνα , -γενεές επί γενεών που μεγάλωναν δίπλα δίπλα. Κι ο πατέρας γινότανε παππούς κι είχε το σεβασμό όλων. Και η οικογένεια είχε συνέχεια και συνοχή.

Ξαφνικά ακούω φωνές: «Ο κυρ' Βαγγέλης... έπεσε απ' το πατάρι...».
Αναστατώνομαι. Τρέχω προς το πατάρι. Δύσκολο να πάω στο πίσω μέρος.
Στα ρέλια του παταριού γύρω γύρω όλοι. Κοιτάμε κάτω το νεκρό πατέρα. Σκληρό το πρόσωπο, σοβαρό.
Σχόλια γύρω μου. Κάποιοι μιλούσαν για αυτοκτονία. «Τον πνίξανε τα χρέη», έλεγαν. Οι περισσότεροι ήταν πιστωτές του. Και στεναχωρημένοι ήταν, γιατί δύσκολα θα παίρνανε τα δανεικά τους.

Προσπαθώ να κατέβω. Προσπαθώ να βρω το δρόμο προς τον πατέρα. Μα εκεί δίπλα, κοντά στα πόδια μου, ένα μικρούλι πραματάκι βλέπω που αναδευόταν. Σκύβω και βλέπω πως είχε τη μορφή του πατέρα. Και μου γελούσε. Όπως τον παλιό καλό καιρό.
Ήμουνα ευτυχισμένος. Κοιταζόμασταν για λίγο, χαμογελούσαμε, κι ύστερα μ' ένα νεύμα μ' αποχαιρέτησε, και χάθηκε. «Έτσι λοιπόν είναι η ψυχή μας;», αναρωτιόμουν.

Ανάμικτα αισθήματα τώρα. Και το παρελθόν που ξαναγυρνούσε. Και η ζωή που μας αναγκάζει να ενεργούμε παράξενα και δε μας αφήνει να χαρούμε. Και η ψυχή του πατέρα, που μου γελούσε, φεύγοντας.

No comments: