Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 1995
Την πρώτη του εμφάνιση στο διήγημα ο Βασίλης Ιωακείμ την έκανε το 1989 με τη συλλογή «Ποταμούλα». Ήταν ένα καλό σημάδι το βιβλίο εκείνο για τις ικανότητες και τις δυνάμεις του συγγραφέα, που σήμερα μας δίνει ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο δείγμα της δουλειάς του. Η ροπή του Ιωακείμ προς το παράλογο και την ονειρική αφήγηση φαινόταν αρκετά στην «Ποταμούλα-, τώρα, όμως, τείνει να μετατραπεί σε καθεστώς, δίχως, ευτυχώς, να εκπίπτει σε μανιέρα. Όλα τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στον «Τάφο του Ελληνα» βασίζονται στην ίδια μέθοδο: στην αρχή έχουμε ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον κι έναν αφηγητή οποίος φροντίζει να βάζει σε λογική τάξη τα λεγόμενα του, αφήνοντας μας να πιστέψουμε ότι η ιστορία του θα έχει μια κατ’ επαγωγήν, αυστηρά καθορισμένη έκβαση. Προχωρώντας, η τυπική αυτή οργάνωση διασαλεύεται και ο ειρμός σπάει: ο αφηγητής, που ταυτίζεται πάντα με τον κεντρικό ήρωα, πέφτει σε μια κατάσταση παραίσθησης ή ονείρου και ζει τα πράγματα μ' έναν τρόπο ο οποίος σβήνει τις καθαρές γραμμές και καταργεί κάθε σαφές όριο, για να δημιουργήσει ένα είδος διαρκούς «ρευστού», μιαν υπερκείμενη ή υπόγεια πραγματικότητα, βγαλμένη από το χώρο της φαντασίας και του υποσυνείδητου.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας οι πιο παράξενες και μαγικές εικόνες έρχονται να πάρουν θέση και να ενσωματωθούν στα δρώμενα: γυναίκες που κρύβονται πίσω από πυκνές φυλλωσιές σε αρκαδικού τύπου τοπία, λουλούδια που μεταμορφώνονται σε αντικείμενα, κάμποι που καταλήγουν σε αδιάβατα βράχια, άνθρωποι που ανοίγουν τα χέρια τους και πετάνε, πρόσωπα που αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού μορφή και σώμα. Ο Ιωακείμ γράφει με μικρές, κοφτές φράσεις, κρατάει πάντα, χαμηλό τον τόνο της φωνής του, αποφεύγει τις πολλές ή τις εκτενείς περιγραφές, μας βάζει σχεδόν απροειδοποίητα στον περίεργο και αντιθετικό κόσμο του. Το στοιχείο αυτής της αθόρυβης έκπληξης είναι ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της τεχνικής του, αφού διατηρεί συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και εξάπτει εύσχημα την προσοχή του.
Έλεγα πιο πριν ότι ο Ιωακείμ ταυτίζει πάντα τον αφηγητή του με τον κεντρικό ήρωα. Για να είμαι πιο ακριβής, θα πρέπει να συμπληρώσω ότι αφηγητής, κεντρικός ήρωας και συγγραφέας συγχωνεύονται στο ίδιο πρόσωπο, το πρόσωπο που είδαμε να ταξιδεύει στα φανταστικά τοπία ενός ατέλειωτου ονείρου, συνομιλώντας με ένα πλήθος επιμέρους πρωταγωνιστών και περνώντας μέσα από αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς. Ο. Ιωακείμ μετέχει αυτοπροσώπως στις ιστορίες του, αλλά το αδιάκοπο αυτό «εις εαυτόν» δεν έχει σχέση ούτε με την εξομολόγηση ούτε με την αυτοβιογραφία. Η διήγηση μπορεί να ξεκινάει από πραγματικές αναμνήσεις ή περιστατικά, αλλά η οργανική της βάση αποτελείται από ένα εντελώς διαφορετικό υλικό. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για το παιχνίδι με τη φαντασία και το όνειρο, αλλά και για μια σαφώς «παραμυθητική» λειτουργία, που βοηθάει τα κείμενα να αναπνεύσουν καλύτερα, εφόσον τα απαλλάσσει από πιθανές συμβολικές ή ψυχαναλυτικές αναγνώσεις, οι οποίες θα τα οδηγήσουν σε μια μάλλον άχαρη και πάντως όχι ουσιαστική κατεύθυνση.
Εκείνο που ζητάει ό Ιωακείμ μετά σύντομα πλην εξαιρετικά πυκνογραμμένα πεζά του δεν είναι η καταβύθιση σε κάποια σκοτεινή, γεμάτη αδιέξοδα ή ενοχές περιοχή, αλλά η περιήγηση στον ελεύθερο και ανοιχτό χώρο του δημιουργικού συνειρμού και της καλώς εννοούμενης αυθαιρεσίας, που έχει αποτέλεσμα μια εύκαμπτη και άνετη γραφή, ικανή να τέρψει άμα και να θέλξει: τόσο με την πρωτοτυπία της όσο και με την ιδιότυπη και κάθε άλλο παρά ανυποψίαστη αθωότητα της.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αυγή, 20-5-1990
ΑΥΞΑΝΟΥΝ παρήγορα τα δείγματα της νεότερης πεζογραφίας, που παρακάμπτουν τον επίπεδο - απλώς εικονογραφικό -ρεαλισμό ή την κοινωνιολογίζουσα ηθογραφία, προσβλέποντας σε ένα διαφορετικό, και ορισμένες φορές όντως ενδιαφέρον, παιχνίδι με εκφραστικά μέσα πιο ευέλικτα και, κάποτε, περισσότερο αποτελεσματικά. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Ιωακείμ ανήκει σε αυτή την κατηγορία και παρά τα κάποια (σε επίπεδο πταίσματος πάντως) προβλήματα συμβάλλει, με τον τρόπο της, στην ανανέωση προσανατολισμών και τάσεων.
Χωρισμένα σε τρία μέρη τα διηγήματα της «Ποταμούλας» αναφέρονται διαδοχικά στα παιδικά χρόνια, στην εμπειρία της επαγγελματικής ζωής και, τέλος, στα όνειρα και στη φαντασία του αφηγητή. Θέμα, κατ' ουσίαν δεν υπάρχει. Κυριαρχούν οι εικόνες -αποσπάσματα μνήμης και τα πρόσωπα - σκιαγραφίες ενός κατά κανόνα στενού βιοτικού περιβάλλοντος. Θα έλεγα, με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχει μια τέτοια διατύπωση πως ο Ιωακείμ δουλεύει με ό, τι έρχεται στην άκρη της γραφίδας του. Η μέθοδος του συνειρμού δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος και το «υλικό» που προκύπτει δια της χρήσεώς της
μπορεί κάλλιστα να εκτραπεί στην ασημαντολογία, ή, χειρότερα, στη συσσώρευση στιγμιότυπων που αδυνατούν να προτείνουν ένα στοιχειώδη αποχρώντα λόγο για την ως έτυχε παράταξη τους. Ιδού, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας εμπιστεύεται, αν γίνεται να το πως έτσι, την τύχη του και κερδίζει. Τα περισσότερα κομμάτια του βιβλίου είναι πειστικά, προκαλούν συγκίνηση χωρίς να αισθηματολογούν (εκεί μάλιστα όπου ο παραμερισμός της αισθητολογίας μοιάζει πολύ δύσκολη υπόθεση σε αναμνήσεις ή γεγονότα που πονούν ακόμη και, το κυριότερο, δημιουργούν - στην τελευταία ενότητα της συλλογής - ένα κόσμο του οποίου η έλλειψη αληθοφάνειας δεν ενοχλεί στο παραμικρό τον αναγνώστη. Οι αχνές δόσεις ονείρου που επιτρέπει ο Ιωακείμ να παρεισφρύσουν στα πρώτα διηγήματα της «Ποταμούλας», ενισχύονται στο τρίτο μέρος με ένα έντονο παραμυθητικό στοιχείο, ικανό να αναγάγει τη ρεαλιστική αφορμή σε δραστικό λόγο ονειροφαντασίας. Εδώ, άλλωστε, ανιχνεύεται και το βασικό ατού του πεζογράφου μας – η πιο πλούσια «φλέβα» του.
Προς την ίδια κατεύθυνση βλέπω και τη μελλοντική αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, οι οποίες μάλλον τον εγκαταλείπουν όταν επικαλείται την κοινωνική και πολιτική του συνείδηση: διδακτισμός και «ναΐβ» στάση δεν προσθέτουν τίποτε σε ένα σύνολο κειμένων που από αλλού προέρχονται και αλλού «κοιτάζουν». Ωστόσο, δεν χρειάζεται να γίνεται κανείς πικρός με δεδομένα που μικρό τόπο πιάνουν σε μια ειλικρινή προσπάθεια και ένα πράγματι υποσχόμενο πνεύμα. Ο Ιωακείμ δεν είναι επινοητικός με την έννοια του συγγραφέα - γραφιά είναι όμως εφευρετικός με τον τρόπο ενός καλλιτέχνη - γητευτή, που με μια κίνηση μαγική μεταμορφώνει την κοινή και καθημερινή «πραμάτεια» του σε υλικό σαγήνης και ανακουφιστικής φυγής. Φυσικά, μιλώ μεταφορικά. Η λογοτεχνία δεν έχει σχέση με την ταχυδακτυλουργία αλλά με τη γλώσσα. Ο δημιουργός μας κερδίζει, όπως λέγαμε πιο πάνω, το παιχνίδι του χάρη στην πυκνότητα και την αφαίρεση. Η συχνή παράλειψη του ρήματος από τις προτάσεις του εξασφαλίζει μιαν άδηλη ρηματική ενέργεια, που αποτελεί, νομίζω, τον αποφασιστικότερο παράγοντα στη διαδικασία επιτυχούς υποβολής του δέκτη στα φανταστικά γενόμενα του κειμένου.
Η «Ποταμούλα» είναι μια πολύ καλή αρχή για την πεζογραφική θητεία του Βασίλη Ιωακείμ, που ξεκίνησε -κάπως αμήχανα είναι αλήθεια - από την ποίηση. Εγγράφει υποθήκες στις οποίες οφείλει να ανταποκριθεί ο συγγραφέας: χωρίς πάθος, αλλά με επιμονή.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18-4-1990.
Τους τελευταίους μήνες κυκλοφόρησαν αρκετές αξιόλογες συλλογές διηγημάτων και ίσως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα άνθηση της διηγηματογραφίας (που, με την ευκαιρία, είχε σημειώσει την τελευταία ποιοτική έξαρσή της στο διάστημα 1982-84). Τρία προβληματικά, αλλά πάντως ενδιαφέροντα έργα νέων δημιουργών αξίζει να μας απασχολήσουν εδώ.
Με την «Ποταμούλα» (Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989, σς. 132, δρχ 700) ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. 1953) μας έδωσε μια σειρά σύντομων, καλογραμμένων διηγημάτων, χωρισμένων σε τρεις ενότητες: Κάθε ενότητα αντιστοιχεί σε μια φάση της ζωής ενός στεριανού που έγινε ναυτικός: παιδικά χρόνια στο χωριό - περιπλάνηση σε διάφορους τόπους - η εμπειρία τον θαλασσινού. Δυστυχώς, αυτός ο καθαρά βιογραφικός μίτος δεν λειτουργεί συνδετικά στο βιβλίο, κι έτσι τα διηγήματα των τριών ενοτήτων είναι τόσο ανομοιογενή, ώστε προκαλούν κάποια σύγχυση στον αναγνώστη: δεν καταλαβαίνουμε π,χ. πώς από τις γλυκόπικρες και πότε-πότε χιουμοριστικά δοσμένες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας περνάμε στα παραμύθια που εμπνέεται ο ναυτικός, με μεσαιωνικούς άρχοντες και βασιλιάδες της Ανατολής. Εκτός από αυτό, αρκετά από τα διηγήματα πάσχουν από έναν συναισθηματισμό και, ακόμα χειρότερα, έναν διδακτισμό. Ωστόσο, το ύφος του Ιωακείμ έχει αξιοπρόσεχτες αρετές: είναι λιτό, γρήγορο, ζωγραφίζει καταστάσεις με λίγες πινελιές και δημιουργεί άνετα την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι εκείνο που λείπει από τον συγγραφέα είναι το θέμα. Επειδή είναι η πρώτη πεζογραφική δουλειά του και είναι ακόμα σχετικά νέος, είναι λογικό να του δοθεί κάποια πίστωση χρόνου.
Μισέλ Φάις, Ελεύθερος τύπος 28-4-1996
Διαβάζοντας κανείς τις πυκνοϋφασμένες ιστορίες του Ιωακείμ έχει την αίσθηση ότι μέσα στο αμιγές ρεαλιστικό περίβλημά τους σιγοβράζει μια έντονη συνειρμική διάθεση. Κι αυτή η διάθεση εκδηλώνεται είτε με ονειρικό είτε με παραμυθολογικό τρόπο.
0 αναγνώστης διαπιστώνει ότι η γραμμή είναι κοινή και στα 20 μικρά κείμενα του τόμου. Βαθμιαία, το αληθοφανές πλαίσιο καταρρέει και ο αφηγητής (ο οποίος σε γενικές γραμμές ταυτίζεται με το συγγραφέα) αρχίζει να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Αυτό δε σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία του φανταστικού. 0 Ιωακείμ είναι μάλλον θιασώτης της καφκικής οδού: φτάνει στην ανατροπή του πραγματικού μέσα από την απόλυτη προσήλωσή του σε αυτό.
Η μικροπερίοδος φράση, η φειδωλή καταφυγή στις εξωτερικές περιγραφές και οι χαμηλοί τόνοι της αφήγησης, συνθέτουν τη μορφική ιδιοπροσωπία του Ιωακείμ.
Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 7-11-1995
Τις καλές του σχέσεις με τον τρόπο που ιστορείται ένα παραμύθι, ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. το 1953 στην Αιτωλία) τις έχει δείξει και στα διηγήματα της προηγούμενης συλλογής του, της «Ποταμούλας», και στο βιβλιαράκι «Διήγησις Βασιλείου του Θαλασσινού», όπου διαβάζουμε την υποδηλωτική «εισαγωγή»: «Κτίζω ένα παραμύθι. Βάζω νεράιδες, μάγισσες κι έναν κακό δράκο να κλέβει την πεντάμορφη. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Θα πρέπει να σκοτώσω το δράκο. Παίρνω τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, και φτάνω ως την καρδιά του δάσους. Αλλά, τι βλέπουν τα μάτια μου; Η πεντάμορφη στην αγκαλιά του δράκου. Χαμογελάω. Τους δίνω την ευχή μου. Ας ζήσουνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Ηδη σ' αυτή την περικοπή φαίνεται και η συνάφεια με το χώρο των παραμυθιών και η πρόθεση ανασκευής τους ή και ανατροπής τους, αλλά και η έκταση της γλώσσας προς την περιοχή των δημοτικών τραγουδιών, προς υιοθέτηση των ρυθμικών τους μοτίβων.
Στην τωρινή συλλογή, τον «Τάφο του Ελληνα», όπου αρκετά από τα είκοσι διηγήματα είναι αρμυρισμένα από τη θάλασσα, που ο συγγραφέας τη γεύτηκε σαν ασυρματιστής, ο Βασίλης Ιωακείμ πολιορκεί και εκμεταλλεύεται πάλι και πάλι έναν άλλον κοινό τόπο της γραπτής και προφορικής παράδοσης: τον νόστο. Και μάλιστα ο νόστος αυτός εκτίθεται σχεδόν πάντοτε αποτυχημένος, ανολοκλήρωτος, ματαιωμένος ή πικρός, ώστε να νομιμοποιείται έτσι η νέα εκκίνηση, το νέο ταξίδι. «Χάθηκα στα βάθη της θάλασσας» τελειώνει το διήγημα «Οδός Ιωνίας». «Ήξερα πως δεν θα ξαναγυρίσω» τελειώνει η «Φυλακή». «Και συνεχίζουμε στο δρόμο. Κι ούτε που ξέρω πού πάμε» περατούται το «Κέλβιν και Μάλβιν: Η νέα δύναμη». Η πορεία, η ανθρωπογνωστική πορεία, είναι ατέρμονη, όπως δηλώνεται και στον τίτλο ενός διηγήματος. Είναι μια πορεία όπου το «έξω» δεν είναι παρά πρόσχημα.
Στο δικό μου αυτί, λογοτεχνικότερος ακούγεται ο λιγότερο εκλογοτεχνισμένος Ιωακείμ, ο μετριοπαθέστερα θιασώτης του αλληγορικού λόγου. Η γραφή του αποδίδει πλουσιότερη και την εικόνα και τη σκέψη όταν εμπιστεύεται την ίδια της τη φρεσκάδα και την ευχέρειά της να εισέρχεται με αθωότητα σε πράγματα μαγικά και παράδοξα, όταν γίνεται κοφτή και λαχανιαστή, και όταν χρησιμοποιεί συγκρατημένα τα στολίσματα και συγκρατημένα επίσης στοιχηματίζει στις αναγωγές και στις συμβολιστικές συνυποδηλώσεις.
Thursday, May 31, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment