Thursday, May 31, 2007

Βασίλης Ιωακείμ

Να σας δώσω λίγα βιογραφικά στοιχεία μου. Γεννήθηκα το 1953. Πέθανα στις 4 Οκτωβρίου του 2006. Ένας φίλος μου, τιμώντας τη μνήμη μου, φτιάχνει το blog μου για να αναρτήσει κείμενα που έχουν γραφεί για μένα, και ένα δικό μου κείμενο, ένα διήγημα αδημοσίευτο. Κάποια του τα έδωσα εγώ, κάποια είναι δικά του. Τη συνέχεια του βιογραφικού μου θα την ανασύρει από τον Διαπολιτισμό.

Ο Βασίλης Ιωακείμ γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1953. Είναι ασυρματιστής, (ταξίδεψε 10 χρόνια με ποντοπόρα πλοία) και καθηγητής Ιταλικών. Το 1981-82 εξέδιδε το θαλασσινό πολιτιστικό περιοδικό ΚΑΝΑΛΙ 14. Το 1988 το θεατρικό μονόπρακτό του ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ παίχτηκε στο Β΄ πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας. Είναι ιδρυτής του θεάτρου ΟΔΥΣΣΕΙΟΝ στην Ποταμούλα Αιτωλίας. Ασχολείται επίσης με τη μουσική. Βιβλία του: - ΠΟΤΑΜΟΥΛΑ, διηγήματα, εκδόσεις ΓΝΩΣΗ 1989.- Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ, διηγήματα, εκδόσεις ΤΑ ΤΡΑΜΑΚΙΑ 1995.- ΖΩΟΛΟΓΙΟΝ, διηγήματα, εκδόσεις ΠΑΡΟΥΣΙΑ 1998.- ΑΜΗΧΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ, διηγήματα, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ 1991.- EREDE PERPLESSO (Αμήχανος Κληρονόμος) BESA Editrice Italia, 2001.- ΑΙΓΑΙΟ, αφήγημα, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2002.

Ο Διαπολιτισμός φιλοξενεί επίσης κείμενα δικά μου. Η διεύθυνσή του είναι
http://www.diapolitismos.gr/
Στην αναζήτηση, αν δώσετε το όνομά μου, θα σας βγάλει τα κείμενα που μου έχει δημοσιεύσει.

Κάποιες βιβλιοκριτικές στον τύπο.

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 1995

Την πρώτη του εμφάνιση στο διήγημα ο Βασίλης Ιωακείμ την έκανε το 1989 με τη συλλο­γή «Ποταμούλα». Ήταν ένα καλό σημάδι το βιβλίο εκείνο για τις ικανότητες και τις δυνάμεις του συγγραφέα, που σήμερα μας δίνει ένα ακόμη αξιοπρόσε­κτο δείγμα της δουλειάς του. Η ροπή του Ιωακείμ προς το παράλογο και την ονειρική αφήγηση φαινόταν αρκετά στην «Πο­ταμούλα-, τώρα, όμως, τείνει να μετατραπεί σε καθεστώς, δίχως, ευτυχώς, να εκπίπτει σε μανιέρα. Όλα τα διηγήματα που περιλαμβά­νονται στον «Τάφο του Ελληνα» βασίζο­νται στην ίδια μέθοδο: στην αρχή έχουμε ένα αμιγώς ρεαλιστικό περιβάλλον κι έναν αφη­γητή οποίος φροντίζει να βάζει σε λογική τά­ξη τα λεγόμενα του, αφήνοντας μας να πι­στέψουμε ότι η ιστορία του θα έχει μια κατ’ επαγωγήν, αυστηρά καθορισμένη έκβαση. Προχωρώντας, η τυπική αυτή οργάνωση διασαλεύεται και ο ειρμός σπάει: ο αφηγητής, που ταυτίζεται πάντα με τον κεντρικό ήρωα, πέφτει σε μια κατάσταση παραίσθησης ή ονείρου και ζει τα πράγματα μ' έναν τρόπο ο οποίος σβήνει τις καθαρές γραμμές και κα­ταργεί κάθε σαφές όριο, για να δημιουργήσει ένα είδος διαρκούς «ρευστού», μιαν υπερκεί­μενη ή υπόγεια πραγματικότητα, βγαλμένη από το χώρο της φα­ντασίας και του υποσυνείδητου.
Στη διάρκεια αυτής της πορείας οι πιο παράξενες και μαγικές εικό­νες έρχονται να πάρουν θέση και να ενσωματωθούν στα δρώμενα: γυναίκες που κρύβονται πίσω από πυκνές φυλλωσιές σε αρκαδικού τύπου τοπία, λουλούδια που μετα­μορφώνονται σε αντικείμενα, κά­μποι που καταλήγουν σε αδιάβα­τα βράχια, άνθρωποι που ανοί­γουν τα χέρια τους και πετάνε, πρόσωπα που αλλάζουν εν ριπή οφθαλμού μορφή και σώμα. Ο Ιω­ακείμ γράφει με μικρές, κοφτές φράσεις, κρατάει πάντα, χαμηλό τον τόνο της φωνής του, αποφεύγει τις πολλές ή τις εκτενείς περιγραφές, μας βάζει σχεδόν απροειδοποίητα στον περίεργο και αντιθετικό κόσμο του. Το στοιχείο αυτής της αθόρυβης έκπληξης είναι ένα από τα με­γαλύτερα πλεονεκτήματα της τεχνικής του, αφού διατηρεί συνεχώς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και εξάπτει εύσχημα την προσοχή του.
Έλεγα πιο πριν ότι ο Ιωακείμ ταυτίζει πάντα τον αφηγητή του με τον κεντρικό ήρωα. Για να είμαι πιο ακριβής, θα πρέπει να συμπλη­ρώσω ότι αφηγητής, κεντρικός ήρωας και συγγραφέας συγχωνεύονται στο ίδιο πρόσω­πο, το πρόσωπο που είδαμε να ταξιδεύει στα φανταστικά τοπία ενός ατέλειωτου ονείρου, συνομιλώντας με ένα πλήθος επιμέρους πρωταγωνιστών και περνώντας μέσα από αλ­λεπάλληλους μετασχηματισμούς. Ο. Ιωα­κείμ μετέχει αυτοπροσώπως στις ιστορίες του, αλλά το αδιάκοπο αυτό «εις εαυτόν» δεν έχει σχέση ούτε με την εξομολόγηση ούτε με την αυτοβιογρα­φία. Η διήγηση μπορεί να ξεκινάει από πραγματικές αναμνήσεις ή περιστατικά, αλλά η οργανική της βάση αποτελείται από ένα εντελώς διαφορετικό υλικό. Και εδώ δεν πρόκειται μόνο για το παιχνίδι με τη φαντασία και το όνειρο, αλλά και για μια σαφώς «παραμυθητική» λειτουργία, που βοηθάει τα κείμενα να αναπνεύσουν καλύτερα, εφόσον τα απαλ­λάσσει από πιθανές συμβολικές ή ψυχαναλυτικές αναγνώσεις, οι οποίες θα τα οδηγήσουν σε μια μάλλον άχαρη και πάντως όχι ουσιαστική κατεύθυνση.
Εκείνο που ζητάει ό Ιωακείμ μετά σύντομα πλην εξαιρετικά πυκνογραμμένα πεζά του δεν είναι η καταβύθιση σε κάποια σκοτεινή, γεμάτη αδιέξοδα ή ενοχές περιοχή, αλλά η περιήγηση στον ελεύθερο και ανοιχτό χώρο του δημιουργικού συνειρμού και της καλώς εννοούμενης αυθαιρεσίας, που έχει αποτέλε­σμα μια εύκαμπτη και άνετη γραφή, ικανή να τέρψει άμα και να θέλξει: τόσο με την πρωτο­τυπία της όσο και με την ιδιότυπη και κάθε άλ­λο παρά ανυποψίαστη αθωότητα της.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Αυγή, 20-5-1990

ΑΥΞΑΝΟΥΝ παρήγορα τα δείγ­ματα της νεότερης πεζογρα­φίας, που παρακάμπτουν τον επίπεδο - απλώς εικονογραφικό -ρεαλισμό ή την κοινωνιολογίζουσα ηθογραφία, προσβλέποντας σε ένα διαφορετικό, και ορισμένες φορές όν­τως ενδιαφέρον, παιχνίδι με εκφραστι­κά μέσα πιο ευέλικτα και, κάποτε, πε­ρισσότερο αποτελεσματικά. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Ιω­ακείμ ανήκει σε αυτή την κατηγορία και παρά τα κάποια (σε επίπεδο πταί­σματος πάντως) προβλήματα συμβάλ­λει, με τον τρόπο της, στην ανανέω­ση προσανατολισμών και τάσεων.
Χωρισμένα σε τρία μέρη τα διηγή­ματα της «Ποταμούλας» αναφέρονται διαδοχικά στα παιδικά χρόνια, στην εμπειρία της επαγγελματικής ζωής και, τέλος, στα όνειρα και στη φαντα­σία του αφηγητή. Θέμα, κατ' ουσίαν δεν υπάρχει. Κυριαρχούν οι εικόνες -αποσπάσματα μνήμης και τα πρόσω­πα - σκιαγραφίες ενός κατά κανόνα στενού βιοτικού περιβάλλοντος. Θα έλεγα, με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχει μια τέτοια διατύπωση πως ο Ιωακείμ δουλεύει με ό, τι έρχεται στην άκρη της γραφίδας του. Η μέθο­δος του συνειρμού δεν είναι πάντα ο καλύτερος σύμβουλος και το «υλικό» που προκύπτει δια της χρήσεώς της
μπορεί κάλλιστα να εκτραπεί στην ασημαντολογία, ή, χειρότερα, στη συσσώρευση στιγμιότυπων που αδυνα­τούν να προτείνουν ένα στοιχειώδη αποχρώντα λόγο για την ως έτυχε πα­ράταξη τους. Ιδού, όμως, που στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας εμπιστεύεται, αν γίνεται να το πως έτσι, την τύχη του και κερδίζει. Τα πε­ρισσότερα κομμάτια του βιβλίου είναι πειστικά, προκαλούν συγκίνηση χωρίς να αισθηματολογούν (εκεί μάλιστα όπου ο παραμερισμός της αισθητολογίας μοιάζει πολύ δύσκολη υπόθεση σε αναμνήσεις ή γεγονότα που πονούν ακόμη και, το κυριότερο, δημιουργούν - στην τελευταία ενότητα της συλλογής - ένα κόσμο του οποίου η έλλειψη αληθοφάνειας δεν ενοχλεί στο παραμικρό τον αναγνώστη. Οι αχνές δόσεις ονείρου που επιτρέπει ο Ιωακείμ να παρεισφρύσουν στα πρώτα διηγή­ματα της «Ποταμούλας», ενισχύονται στο τρίτο μέρος με ένα έντονο παρα­μυθητικό στοιχείο, ικανό να αναγάγει τη ρεαλιστική αφορμή σε δραστικό λό­γο ονειροφαντασίας. Εδώ, άλλωστε, ανιχνεύεται και το βασικό ατού του πεζογράφου μας – η πιο πλούσια «φλέ­βα» του.
Προς την ίδια κατεύθυνση βλέπω και τη μελλοντική αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, οι οποίες μάλλον τον εγκαταλείπουν όταν επικαλείται την κοινωνική και πολιτική του συνείδη­ση: διδακτισμός και «ναΐβ» στάση δεν προσθέτουν τίποτε σε ένα σύνολο κει­μένων που από αλλού προέρχονται και αλλού «κοιτάζουν». Ωστόσο, δεν χρειάζεται να γίνεται κανείς πικρός με δεδομένα που μικρό τόπο πιάνουν σε μια ειλικρινή προσπάθεια και ένα πράγματι υποσχόμενο πνεύμα. Ο Ιω­ακείμ δεν είναι επινοητικός με την έν­νοια του συγγραφέα - γραφιά είναι όμως εφευρετικός με τον τρόπο ενός καλλιτέχνη - γητευτή, που με μια κί­νηση μαγική μεταμορφώνει την κοινή και καθημερινή «πραμάτεια» του σε υλικό σαγήνης και ανακουφιστικής φυγής. Φυσικά, μιλώ μεταφορικά. Η λογοτεχνία δεν έχει σχέση με την τα­χυδακτυλουργία αλλά με τη γλώσσα. Ο δημιουργός μας κερδίζει, όπως λέ­γαμε πιο πάνω, το παιχνίδι του χάρη στην πυκνότητα και την αφαίρεση. Η συχνή παράλειψη του ρήματος από τις προτάσεις του εξασφαλίζει μιαν άδη­λη ρηματική ενέργεια, που αποτελεί, νομίζω, τον αποφασιστικότερο παρά­γοντα στη διαδικασία επιτυχούς υπο­βολής του δέκτη στα φανταστικά γε­νόμενα του κειμένου.
Η «Ποταμούλα» είναι μια πολύ κα­λή αρχή για την πεζογραφική θητεία του Βασίλη Ιωακείμ, που ξεκίνησε -κάπως αμήχανα είναι αλήθεια - από την ποίηση. Εγγράφει υποθήκες στις οποίες οφείλει να ανταποκριθεί ο συγ­γραφέας: χωρίς πάθος, αλλά με επιμο­νή.

Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 18-4-1990.

Τους τελευταίους μήνες κυκλοφόρησαν αρ­κετές αξιόλογες συλλογές διηγημάτων και ί­σως βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα άνθηση της διηγηματογραφίας (που, με την ευκαιρία, είχε σημειώσει την τελευταία ποιοτική έξαρσή της στο διάστημα 1982-84). Τρία προβληματι­κά, αλλά πάντως ενδιαφέροντα έργα νέων δημιουργών αξίζει να μας απασχολήσουν εδώ.
Με την «Ποταμούλα» (Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989, σς. 132, δρχ 700) ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. 1953) μας έδωσε μια σειρά σύντο­μων, καλογραμμένων διηγη­μάτων, χωρισμένων σε τρεις ενότητες: Κάθε ενότητα αντι­στοιχεί σε μια φάση της ζωής ενός στεριανού που έγινε ναυτικός: παιδικά χρόνια στο χωριό - περιπλάνηση σε διάφορους τόπους - η εμπει­ρία τον θαλασσινού. Δυστυ­χώς, αυτός ο καθαρά βιο­γραφικός μίτος δεν λειτουρ­γεί συνδετικά στο βιβλίο, κι έτσι τα διηγήματα των τριών ενοτήτων είναι τόσο ανομοι­ογενή, ώστε προκαλούν κά­ποια σύγχυση στον αναγνώ­στη: δεν καταλαβαίνουμε π,χ. πώς από τις γλυκόπικρες και πότε-πότε χιουμο­ριστικά δοσμένες αναμνή­σεις της παιδικής ηλικίας περνάμε στα παραμύθια που εμπνέεται ο ναυτικός, με μεσαιωνικούς άρχοντες και βασιλιάδες της Ανατο­λής. Εκτός από αυτό, αρκετά από τα διηγήματα πάσχουν από έναν συναισθημα­τισμό και, ακόμα χειρότερα, έναν διδακτισμό. Ωστόσο, το ύφος του Ιωακείμ έχει αξιο­πρόσεχτες αρετές: είναι λιτό, γρήγορο, ζωγραφίζει κατα­στάσεις με λίγες πινελιές και δημιουργεί άνετα την κατάλ­ληλη ατμόσφαιρα. Νομίζω ότι εκείνο που λείπει από τον συγγραφέα είναι το θέμα. Επειδή είναι η πρώτη πεζο­γραφική δουλειά του και είναι ακόμα σχετικά νέος, είναι λογικό να του δοθεί κά­ποια πίστωση χρόνου.



Μισέλ Φάις, Ελεύθερος τύπος 28-4-1996

Διαβάζοντας κανείς τις πυκνοϋφασμένες ιστο­ρίες του Ιωακείμ έχει την αίσθηση ότι μέσα στο αμιγές ρεαλιστικό περίβλημά τους σιγοβράζει μια έντονη συνειρμική διάθεση. Κι αυτή η διάθεση εκδηλώνεται είτε με ονειρικό είτε με παραμυθολογικό τρόπο.
0 αναγνώστης διαπιστώνει ότι η γραμμή είναι κοινή και στα 20 μικρά κείμενα του τόμου. Βαθμιαία, το αληθοφανές πλαίσιο καταρρέει και ο αφηγητής (ο οποίος σε γενικές γραμμές ταυτί­ζεται με το συγγραφέα) αρχίζει να χάνει το έδα­φος κάτω από τα πόδια του. Αυτό δε σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με λογοτεχνία του φανταστικού. 0 Ιωακείμ είναι μάλλον θιασώτης της καφκικής οδού: φτάνει στην ανατροπή του πραγματικού μέσα από την απόλυτη προσήλωσή του σε αυτό.
Η μικροπερίοδος φράση, η φειδωλή καταφυ­γή στις εξωτερικές περιγραφές και οι χαμηλοί τόνοι της αφήγησης, συνθέτουν τη μορφική ιδιοπροσωπία του Ιωακείμ.


Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 7-11-1995

Τις καλές του σχέσεις με τον τρόπο που ιστορείται ένα παραμύθι, ο Βασίλης Ιωακείμ (γ. το 1953 στην Αιτωλία) τις έχει δεί­ξει και στα διηγήματα της προηγούμενης συλλογής του, της «Ποταμούλας», και στο βιβλιαράκι «Διήγησις Βασιλείου του Θα­λασσινού», όπου διαβάζουμε την υποδηλωτική «εισαγωγή»: «Κτίζω ένα παραμύθι. Βάζω νεράιδες, μάγισσες κι έναν κακό δράκο να κλέβει την πεντάμορφη. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Θα πρέπει να σκοτώσω το δράκο. Παίρνω τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, και φτάνω ως την καρδιά του δάσους. Αλλά, τι βλέπουν τα μάτια μου; Η πεντάμορφη στην α­γκαλιά του δράκου. Χαμογελάω. Τους δίνω την ευχή μου. Ας ζήσουνε αυτοί καλά κι ε­μείς καλύτερα». Ηδη σ' αυτή την περικοπή φαίνεται και η συνάφεια με το χώρο των παραμυθιών και η πρόθεση ανασκευής τους ή και ανατροπής τους, αλλά και η έ­κταση της γλώσσας προς την περιοχή των δημοτικών τραγουδιών, προς υιοθέτηση των ρυθμικών τους μοτίβων.
Στην τωρινή συλλογή, τον «Τάφο του Ελληνα», όπου αρκετά από τα είκοσι διη­γήματα είναι αρμυρισμένα από τη θάλασ­σα, που ο συγγραφέας τη γεύτηκε σαν α­συρματιστής, ο Βασίλης Ιωακείμ πολιορκεί και εκμεταλλεύεται πάλι και πάλι έναν άλ­λον κοινό τόπο της γραπτής και προφορι­κής παράδοσης: τον νόστο. Και μάλιστα ο νόστος αυτός εκτίθεται σχεδόν πάντοτε α­ποτυχημένος, ανολοκλήρωτος, ματαιωμέ­νος ή πικρός, ώστε να νομιμοποιείται έτσι η νέα εκκίνηση, το νέο ταξίδι. «Χάθηκα στα βάθη της θάλασσας» τελειώνει το διή­γημα «Οδός Ιωνίας». «Ήξερα πως δεν θα ξαναγυρίσω» τελειώνει η «Φυλακή». «Και συνεχίζουμε στο δρόμο. Κι ούτε που ξέρω πού πάμε» περατούται το «Κέλβιν και Μάλβιν: Η νέα δύναμη». Η πορεία, η αν­θρωπογνωστική πορεία, είναι ατέρμονη, ό­πως δηλώνεται και στον τίτλο ενός διηγήματος. Είναι μια πορεία όπου το «έξω» δεν είναι παρά πρόσχημα.
Στο δικό μου αυτί, λογοτεχνικότερος α­κούγεται ο λιγότερο εκλογοτεχνισμένος Ιωακείμ, ο μετριοπαθέστερα θιασώτης του αλληγορικού λόγου. Η γραφή του αποδίδει πλουσιότερη και την εικόνα και τη σκέψη όταν εμπιστεύεται την ίδια της τη φρεσκά­δα και την ευχέρειά της να εισέρχεται με αθωότητα σε πράγματα μαγικά και παράδο­ξα, όταν γίνεται κοφτή και λαχανιαστή, και όταν χρησιμοποιεί συγκρατημένα τα στολί­σματα και συγκρατημένα επίσης στοιχημα­τίζει στις αναγωγές και στις συμβολιστικές συνυποδηλώσεις.

Βιβλιοκριτικές του Μπάμπη Δερμιτζάκη

Τον Βασίλη Ιωακείμ τον γνώρισα σε ένα δείπνο, στο σπίτι του Ανδρέα Μήτσου. Από τότε είχαμε μια χαλαρή σχέση. Τον είχα επισκεφτεί κάποιες φορές σπίτι του, το ίδιο και αυτός. Μια φορά φάγαμε μαρίδα στο Λαύριο, κοντά στο εξοχικό του. Μετά, αντιμετωπίζοντας κάθε ένας τα δικά του προβλήματα, χαθήκαμε. Στο forum του Λέξημα πληροφορήθηκα με θλίψη το θάνατό του. Έχω γράψει τρεις βιβλιοκριτικές για εκδομένα έργα του (μόνο η μια δημοσιεύτηκε) και μία για ένα ανέκδοτο, που το διάβασα σε χειρόγραφο. Μάταια περίμενα μήνυμα του συγγραφέα ότι δημοσιεύτηκε, για να στείλω και εγώ την βιβλιοκριτική για δημοσίευση. Την έχω με δυο διαφορετικούς τίτλους. Ψάχνοντας στο google είδα ότι δημοσιεύτηκε στο Διαπολιτισμό απόσπασμα με τίτλο «Τηλέμαχος». Παραθέτω τη διεύθυνση.
http://www.diapolitismos.gr/epilogi/viewkeimeno.php?id_atomo=32&id_keimeno=400

Κάτω από τη δημοσιευμένη κριτική μου θεώρησα καλό να παραθέσω και τις δυο ανέκδοτες, και αμέσως από κάτω τη βιβλιοκριτική για το ανέκδοτο βιβλίο του.
Βασίλη, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.


Βασίλης Ιωακείμ, Αμήχανος κληρονόμος, Νεφέλη, σελ. 146

Δημοσιεύτηκε στη Φωνή της Πεντέλης, Απρίλης 2000

Ο Βασίλης Ιωακείμ αποτελεί μια ιδιόρρυθμη, ξεχωριστή φωνή στα ελληνικά γράμματα, με ένα εντελώς προσωπικό ύφος. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του ύφους είναι η χρήση των εκφραστικών τρόπων του παραμυθιού, πράγμα που επισημάναμε και στην προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Ο τάφος του Έλληνα». Και ενώ εκεί ο μύθος χανόταν κάτω από το ύφος, εδώ αναδεικνύεται, έχοντας και αυτός τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού. Συχνά φαντάζει ως αλληγορία, αλλού ως παραμυθοποίηση της πραγματικότητας (πολύ χαρακτηριστικό το διήγημα Ισιδώρα Ντάνκαν), και αλλού ως ρεαλιστική αφήγηση στην οποία εμφιλοχωρεί το γκροτέσκο, σε στυλ Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Όμως εξακολουθεί να ελλείπει ή να υπολειτουργεί το σασπένς, πράγμα που δείχνει ότι ο Ιωακείμ ενδιαφέρεται περισσότερο για σουρεαλιστικές αρχετυπικές εικόνες και τη σύνθεσή τους παρά για την πρόκληση αναγνωστικού ενδιαφέροντος μέσω του στόρυ.
Κυρίαρχο μοτίβο είναι αυτό του ξενιτεμού και της επιστροφής, που στέκει μετωνυμικά για την ίδια τη ζωή: αποχωρισμός από τη μήτρα και επιστροφή στη νεκρική γαλήνη της. Αυτή η νοσταλγία, δηλαδή πόνος για την επιστροφή που λαχταρούμε, ίσως να μην είναι παρά μια μορφή του ενστίκτου του θανάτου για το οποίο μιλάει η ψυχανάλυση.
Η αρχετυπική μήτρα της αναχώρησης στη σύγχρονη Ελλάδα είναι το χωριό. Από εδώ ξεκινάει ο ήρωας. Δεν παίρνει όμως το τρένο για τη Γερμανία, αλλά το πλοίο. Μήπως γιατί ο τέως ναυτικός συγγραφέας κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφείται έτσι; Μήπως γιατί ο αρχετυπικός Οδυσσέας ξενιτεύτηκε με πλοίο; Ή μήπως γιατί το πλοίο διασχίζει ένα τεράστιο αμνιακό υγρό, εμπεριέχοντας έτσι η φυγή τον τόπο της αναχώρησης; (όλα τα χωριά των ηρώων βλέπουν προς θάλασσα ή λίμνη).
Είναι η πιο πιθανή εκδοχή. «Να περπατήσω πάνω της δεν έχω ακόμη εκπαιδευτεί. Πρέπει να ανέβω στο καράβι που περιμένει στην αποβάθρα» (σελ. 103) λέει ο ήρωας στο «Ταξίδι». Θα μπορούσε να πει ότι δεν έχει τη δύναμη να κολυμπήσει μέχρι τους τόπους του προορισμού.
Νομίζουμε ότι τα καλοκαιρινά μπάνια είναι μόνο για να δροσιζόμαστε. Στην πραγματικότητα είναι μια υποκατάστατη επαφή με το αμνιακό υγρό της μήτρας. Δεν είναι η μηχανική ενέργεια του δροσερού νερού που χαλαρώνει τα νεύρα. Είναι η ανάμνηση μιας όμοιας αίσθησης στη μήτρα.
Όπου και να ταξιδέψει, το γενέθλιο χωριό πληγώνει τον ήρωα, και συνεκδοχικά τον συγγραφέα. Αυτοβιογραφικά, θα φτιάξει εκεί ένα θέατρο για να γίνονται τα καλοκαίρια πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι σύντομες επιστροφές είναι ένα υποκατάστατο για τη μεγάλη, λαχταρούμενη επιστροφή.
«Όμως τώρα στο νου μου γυρνάει η επιστροφή στο χωριό» (σελ. 112) Πόσα τέτοια «τώρα» υπάρχουν στη ζωή των ηρώων του, με το χωριό να γυρνάει σαν λάιτ μοτίφ στη σκέψη τους;
Εντούτοις, πέρα από την αναχώρηση του ξενιτεμού υπάρχει η αιώνια αναχώρηση, η αναχώρηση στην οποία δεν υπάρχει επιστροφή: «ένα παράπονο έχω ρε φίλε... που... δεν ξέρω τι θα γίνεται το χωριό σε χίλια, σε δυο χιλιάδες χρόνια» (σελ. 119).
Το ύφος του παραμυθιού που έχουν τα διηγήματα του Βασίλη Ιωακείμ δεν αποτελεί ίσως παρά μια υποκατάστατη επιστροφή, μια αναδρομή στην παιδική ηλικία με την παραμυθική μαγεία της. Η επιστροφή στο χώρο είναι πάντα δυνατή, όχι όμως στο χρόνο, που μόνο υποκατάστατες μορφές μπορεί να δώσουν την ψευδαίσθηση μιας τέτοιας επιστροφής. Εύστοχα λοιπόν θα χαρακτηρίζαμε τη λογοτεχνία του Βασίλη Ιωακείμ ως λογοτεχνία της επιστροφής.


Bασίλης Ιωακείμ, ο τάφος του Έλληνα, τα τραμάκια 1995, σελ.100

Ένας ποιητικός, αλληγορικός, μαγικός ρεαλισμός διακρίνει τα
διηγήματα της συλλογής αυτής του Βασίλη Ιωακείμ. Ο μύθος
υποχωρεί μπροστά στον εκμυστηρευτικό τόνο της αφήγησης, η
οποία συνδέει γεγονότα και επεισόδια σχεδόν συνειρμικά.
Το νερό κυριαρχεί σαν φετίχ σε πολλά από τα διηγήματα του
θαλασσινού αυτού διηγηματογράφου, ενώ στη γλώσσα του
εμφανίζονται συχνά εκφραστικοί τρόποι του παραμυθιού. Ο χώρος
εξάλλου της μυθοπλασίας του είναι αυτός της ελληνικής
υπαίθρου. Ύφος και μύθος δίνουν μια υποβλητική μαγεία στην
ιδιόρρυθμη αυτή φωνή.


Βασίλης Ιωακείμ, «Αιγαίο», Μεταίχμιο 2002


O Βασίλης Ιωακείμ είναι ένας πεζογράφος της θάλασσας. Δούλεψε χρόνια ασυρματιστής, και την ξέρει καλά. Με το τελευταίο έργο του «Αιγαίο», ένα οδοιπορικό στα αιγαιικά νησιά, αναδεικνύεται σε έναν Ελύτη της πεζογραφίας.
Όμως μόνο όσον αφορά τη θεματική. Ο Ελύτης βλέπει ένα αιγαίο μαγευτικό, σχεδόν αμόλυντο από την ανθρώπινη παρουσία, ειδυλλιακό, παραδεισιακό. Ο Ιωακείμ, παρά τον θαυμασμό που αισθάνεται γι αυτό, το απομυθοποιεί αλύπητα. Η άλωση του τουρισμού, ο νεοπλουτισμός, η εμπορευματοποίηση των πανηγυριών, οι μικροκομπίνες (όπως το να κτίζουν εκκλησάκια για να φτιάχνουν σπίτια εκτός σχεδίου) αντιμετωπίζονται με σαρκασμό, αλλά και με κατανόηση. Με μια αίσθηση αυτοσυνείδησης γράφει στο τέλος «Το πρόβλημα είναι με μένα… πρέπει να πείσω τη διεστραμμένη μου φύση να σταματήσει να βλέπει όλους τους τόπους και τους ανθρώπους κριτικά και συγκριτικά. Πρέπει να προσπαθήσω να ταξιδέψω ξανά στα παραμύθια. Στον κάμπο με τα παραμύθια. Εύκολο;».
Με τα λόγια αυτά δίνει και το υφολογικό στίγμα της πεζογραφίας του. Λιτό και λαγαρό σαν του παραμυθιού, καταφεύγει συχνά σ’ αυτό, όχι μόνο ως αλληγορία (όπως σε μια δική του παραλλαγή του «γεφυριού της Άρτας», με τη Μέλπω Αξιώτη στη θέση της γυναίκας του πρωτομάστορα, για να αναδείξει την ποιήτρια και να σαρκάσει τις αντιζηλίες του λογοτεχνικού χώρου), αλλά και για την ίδια τη μαγεία της παραμυθιακής αφήγησης. Οι παραμυθιακές αναφορές του εξάλλου συμπλέκονται με τις μυθολογικές, που περιβάλλουν τα νησιά του Αιγαίου και την ιστορία τους.
Ο Ιωακείμ είναι ένας λυρικός πεζογράφος, και ο πεζός λόγος του όχι μόνο είναι διάστικτος με διακειμενικές ποιητικές αναφορές, τόσο λόγιες όσο και του δημοτικού μας τραγουδιού, αλλά διαθέτει επίσης μια μουσικότητα, ένα ποιητικό ρυθμό και ένα μέτρο, συχνά ιαμβικό, που καμιά φορά φτάνει σε κανονικό δεκαπεντασύλλαβο: «τρανή γιορτή του κάνουνε, μεγάλο πανηγύρι» (σελ. 26), «Μικρός ο λόγος να τον πεις, μεγάλος να τον κάνεις/ πράξη» (σελ. 13). «Να προσπαθούνε να σε μιμηθούνε οι γλάροι, οι βάρκες να κουνιούνται στο ρυθμό σου /κι ένα καράβι στ’ ανοιχτά ν’ αλλάζει την πορεία/ του και οι ναύτες στο κατάστρωμα να σου χτυπάνε παλαμάκια καθισμένοι σταυροπόδι» (σελ. 12)
Μπορεί ο ίαμβος να είναι κυρίαρχος, υπάρχουν όμως και άλλα μέτρα, όπως τροχαίος, στις τρεις τελευταίες λέξεις του παραπάνω αποσπάσματος, ο δάκτυλος («όταν ο φόβος τρυπώνει στην/ ψυχή», σελ. 13) και ο ανάπαιστος («Η καρδιά μου γλυκιά ταραχή», σελ. 19). Παρεμπιπτόντως, μια ανάλογη αίσθηση του ρυθμού της δημοτικής ποιητικής μας παράδοσης έχουμε ανιχνεύσει και στην ποίηση του Μανώλη Πρατικάκη, έντονη και στην τελευταία του ποιητική συλλογή, «Το νερό», που και αυτός κατατρύχεται από τα ειδυλλιακά τοπία της ελληνικής επαρχίας, και συγκεκριμένα της γενέθλιας κρητικής γης.
Το οδοιπορικό, η περιπλάνηση, συχνά δεν είναι παρά η παραλλαγή του μοτίβου της φυγής, που είναι κυρίαρχο σε αρκετά έργα της σύγχρονης πεζογραφίας μας: «Όλοι, όλοι θέλουν να φύγουν. Να φύγουν μακριά» (σελ. 12), γράφει χαρακτηριστικά. Και χρησιμοποιώντας τη μεταφορά - παραβολή μιας καρδερίνας, που θέλησε να ταξιδέψει σ’ άλλους κόσμους και τσακίστηκε τελικά στο κατάστρωμα ενός καραβιού, εικονογραφεί το τελικό αδιέξοδο της φυγής: «Τη βρήκε ο ναύτης. Ζεστή ακόμη μου την έφερε στον ασύρματο. Κι είχαν μια θλίψη τα μάτια του. Μια θέρμη στην παλάμη κι ένας κόμπος στο λαιμό» (σελ. 15). «Είπες θα πάω σ’ άλλη γη, θα πάω σ’ άλλες θάλασσες», μας έχει θυμίσει και ο Καβάφης.
«Θέλω να κλάψω απ’ την κορφή της Καλντέρας στη Σαντορίνη. Δεν αντέχεται τόση ομορφιά. Μια ομορφιά που βγήκε από μια έκρηξη, ένα ηφαίστειο…Η ομορφιά είναι μια τυραννία, παντοτινή τυραννία.
Χαρμολύπη. Πλαντάζω. Λέξεις που δείχνουν τον πόνο της ψυχής μπροστά στην ομορφιά.» (σελ. 25).
Ο πόνος της ψυχής μπροστά στην ομορφιά επεκτείνεται και στη γυναικεία ομορφιά, που στην ιδανική της μορφή, στη μορφή της Κόρης, είναι απρόσιτη. «Την Κόρη δεν προσπαθείς να την κατακτήσεις. Τη λατρεύεις, τη θαυμάζεις, της υποκλίνεσαι» (σελ. 82). Ο συγγραφέας αναζητάει σ’ όλο το νησί την Κόρη για την οποία διάβασε σε ένα τετράδιο ημερολογίου που βρήκε κάτω από το στρώμα του κρεβατιού του στο δωμάτιο που έμενε.
Ο Ιωακείμ αποτελεί μια ιδιότυπη, και γι αυτό πολύτιμη, φωνή στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Υμνεί λυρικά τα θαλασσινά του τοπία ενώ παράλληλα τα ωραιοποιεί μυθοποιώντας τα, δίνοντάς τους έτσι και μια διάσταση χρονικότητας. Μ’ αυτό τον τρόπο δίνει ταυτόχρονα μια υφολογική ποικιλία στα κείμενά του, με τις μικρές αφηγηματικές νησίδες των παραμυθιών του. Τα παραμύθια αυτά, με τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας που τα συνοδεύει, αποτελούν μεταφορά της νοσταλγίας ενός αμόλυντου θαλασσινού τοπίου που διαφυλάσσουν πια μόνο στις μνήμες τους οι παλιοί ναυτικοί. Και δεν είναι τυχαίο που το έργο αυτό, το καλύτερο κατά τη γνώμη μας μέχρι τώρα δείγμα της πεζογραφίας του, τελειώνει με ένα τέτοιο παραμύθι.

B(ασίλε)ιος Θαλασσινός
Ή Βίος και Πολιτεία του Βασίλη Θαλασσινού

Τηλέμαχος


Ο Βασίλης Ιωακείμ με το τελευταίο του βιβλίο μεταπηδάει από το χώρο του διηγήματος στο χώρο του μυθιστορήματος, πορεία που έχουν ακολουθήσει πάρα πολλοί συγγραφείς. Όπως και στα διηγήματά του, ο μύθος είναι σχεδόν προσχηματικός, αποτελώντας το στημόνι μιας αφήγησης που απαρτίζεται από αναμνήσεις, σκέψεις, εκτιμήσεις, σχόλια, τα οποία συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους. Ο ασυρματιστής συγγραφέας ταξιδεύει, μετά η ανεργία που πλήττει τον κλάδο τον παροπλίζει, βολεύεται σε μια δημοσιοϋπαλληλική θέση, όμως το όνειρό του είναι να ξαναμπαρκάρει, όνειρο που δραματικά συνειδητοποιεί στο τέλος ότι δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί.
Και ενώ στο προηγούμενο έργο του Ιωακείμ «Αμήχανος κληρονόμος» φαίνεται η λαχτάρα της επιστροφής, εδώ βλέπουμε τη λαχτάρα της επανεπιστροφής στην αναχώρηση, τη λαχτάρα του ταξιδιού. Και ο Οδυσσέας, τον οποίο συχνά ανακαλεί διακειμενικά ο συγγραφέας, ακόμη και με τον τίτλο του έργου, δεν κάθισε για πολύ στην Ιθάκη, τον έτρωγε η λαχτάρα για ταξίδια. Όμως τα νέα αυτά ταξίδια δεν τα έγραψε ο Όμηρος, αλλά ο Καζαντζάκης.
Ο αφηγηματικός ιστός είναι αυτοβιογραφικός, όπως προφανώς και αρκετά επεισόδια της αφήγησης. Εν τούτοις ο ρεαλισμός της αυτοβιογραφίας υπερβαίνεται συνεχώς με ονειρικές εικόνες ενός μαγικού ρεαλισμού, όπως οι επτά γοργόνες που δημιουργούνται από το σπέρμα που εκσφενδονίζει στη θάλασσα ο συγγραφέας από τη γέφυρα του πλοίου.
Οι ονειρικές αυτές εικόνες όμως συχνά δεν αυτοπεριορίζονται στην μαγεία ενός εικαστικού σουρεαλισμού. Είναι συνδεδεμένες σε πιο ευρείες αφηγήσεις που αντλούν στοιχεία από το λαϊκό παραμύθι, το οποίο συνεχώς ανακαλείται και με το οποίο ακατάπαυστα συμφύρονται.
Εν τούτοις το παραμύθι υπονομεύεται και αποδομείται τόσο υφολογικά, με τη χρήση λέξεων και φράσεων ενός λαϊκότροπου ρεαλισμού, όσο και δομικά, με την παραλλαγή του. Είναι χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη το παραμύθι «Η ωραία και το τέρας», όπου το κλασικό παραμύθι, εγκιβωτισμένο διακειμενικά, είναι το όχημα της ειρωνικής κατάληξής του. Η κοπέλα μάταια περιμένει το τέρας να μεταμορφωθεί στο όμορφο πριγκηπόπουλο, είναι πραγματικό τέρας. Ο συγγραφέας σαρκάζει έτσι το γενικότερο μοτίβο της σταχτοπούτας, που κυριαρχεί στη σύγχρονη λαϊκή αφήγηση, από το κινηματογραφικό «Pretty Woman» μέχρι ένα σωρό άλλα λατινοαμερικάνικα σήριαλ. Ας μη ξεχνάμε βέβαια και τον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60. Γενικά, το σατιρικό στοιχείο είναι διάσπαρτο σε όλο το έργο, συχνά καλυμμένο με τη μορφή μιας αυτοειρωνείας.
Ο Ιωακείμ δεν ανατρέχει όμως μόνο στο παραμύθι, αλλά και στην αρχαία ελληνική μυθολογία, υποδηλώνοντας έτσι την πολιτιστική συνέχεια στον ελλαδικό χώρο. Ο ίδιος ο αφηγητής θεωρεί τον Οδυσσέα ως προπάππου του σε βάθος 70 γενεών, αντλεί δε τα επιχειρήματά του από το γεγονός ότι ο Οδυσσέας, όταν άφησε την εξουσία στον Τηλέμαχο, αποσύρθηκε στην Αιτολοακαρνανία, απ’ όπου κατάγεται ο συγγραφέας.
Ο Βασίλης Ιωακείμ έχει μια μουσική αίσθηση της γλώσσας, που φαίνεται και στα προηγούμενα έργα του. Όμως για πρώτη φορά η μουσική αυτή αίσθηση ωθείται στα άκρα, προκειμένου να συναντήσει την θεματική του: το έργο είναι κατάσπαρτο με κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, σε ορισμένα σημεία δε ιδιαίτερα πυκνό, όπως στο κεφάλαιο κ (;). Είναι και αυτό ένα από τα στοιχεία του μεταμοντερνισμού του, η αναδρομή στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού, θεματικά και υφολογικά.
Παρεμπιπτόντως, παρόμοιους δεκαπεντασύλλαβους συναντήσαμε και μέσα στον ελεύθερο στίχο της ποίησης του Μανώλη Πρατικάκη, ο οποίος διακρίνεται επίσης για μια παρόμοια εμμονή στις ρίζες της παράδοσής μας, και ιδιαίτερα στο Σολωμό. Τον αναφέρουμε, μια και κάνει μια αναφορά στο όνομά του ο συγγραφέας στο τέλος του έργου, καθώς και σε άλλους λογοτέχνες, σαν παράδειγμα ματαίωσης του θαλασσινού ονείρου.
Το πολιτικό σχόλιο που υπάρχει σε ορισμένα σημεία μπορεί να είναι καίριο, όμως φοβάμαι πως υποβαθμίζει το έργο δίνοντάς του μια δημοσιογραφική διάσταση. Υπάρχει πάντα και το ενδεχόμενο της πολιτικής διαφωνίας με τον αναγνώστη. Συχνά όμως αποτελεί ένα εφαλτήριο για τη δική του μυθοπλασία, όπως στο τμήμα για τα αίτια και τις αφορμές.
Ο Βασίλης Ιωακείμ, όπως έχει επισημάνει η κριτική, αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή στα ελληνικά γράμματα, με ένα εντελώς προσωπικό ύφος, που οδεύοντας προς την ωριμότητά του, μας αποκαλύπτει και τις υψηλές δυνατότητες που έχει η γραφίδα του.

Διήγημα

Βασίλης Ιωακείμ
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (ανέκδοτο)
Στον Μπάμπη Δερμιτζάκη


Είδα την ψυχή του πατέρα όταν έφευγε.
Ο πατέρας ήταν παράξενος άνθρωπος. Τρυφερός με τη γη, απόμακρος με τα παιδιά του.
Επτά παιδιά έσπειρα. Και ο αγώνας της επιβίωσης. Και το κλείσιμο στον εαυτό του. Και η απόσυρσή του στο κτήμα του.
Ο άνθρωπος κάνει ένα κύκλο. Ξεκινάει από έναν τόπο, και είναι ευτυχής αν κατορθώσει να γυρίσει σ’ αυτόν μετά το ταξίδι της ζωής. Ο πατέρας το κατόρθωσε. Με όλο το τίμημα βέβαια της απομόνωσης.
Άρχισε να σκάβει, να μπολιάζει τα άγρια δέντρα, να φυτεύει...
Όταν πέθανε η μάνα, έγινε ακόμα πιο ξένος. Κι ύστερα παντρεύτηκε ξανά. Και τον χάσαμε εντελώς.
Νοιώθαμε μια απογοήτευση, τ’ αδέλφια, μα πάλι τον συγχωρούσαμε, στο όνομα του αγώνα που έκανε για να μας μεγαλώσει. Κι άλλωστε η μοναξιά, το ξέραμε, δεν αντέχεται.

Το γέλιο χάθηκε. Κι από μας, κι απ’ αυτόν.
Κατά περίεργο τρόπο άρχισε να ασχολείται με εμπόρια. Αλυσίδα καταστημάτων έφτιαξε. Κι όλο πιο ξένος γινόταν.
Πηγαίναμε καμιά φορά, τ' αδέρφια, να τον δούμε, μα νοιώθαμε άβολα. Αγέλαστος ο πατέρας, όλο με γραμματείς, διευθυντές, και τέτοια. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου», λέγαμε.
Μια μέρα ήμουνα στο κατάστημα. Ή μάλλον στο πολυκατάστημα του πατέρα. Χάζευα στο ισόγειο. «Πόσο ξένος», έλεγα, «ο πατέρας». Και θυμόμουνα , -γενεές επί γενεών που μεγάλωναν δίπλα δίπλα. Κι ο πατέρας γινότανε παππούς κι είχε το σεβασμό όλων. Και η οικογένεια είχε συνέχεια και συνοχή.

Ξαφνικά ακούω φωνές: «Ο κυρ' Βαγγέλης... έπεσε απ' το πατάρι...».
Αναστατώνομαι. Τρέχω προς το πατάρι. Δύσκολο να πάω στο πίσω μέρος.
Στα ρέλια του παταριού γύρω γύρω όλοι. Κοιτάμε κάτω το νεκρό πατέρα. Σκληρό το πρόσωπο, σοβαρό.
Σχόλια γύρω μου. Κάποιοι μιλούσαν για αυτοκτονία. «Τον πνίξανε τα χρέη», έλεγαν. Οι περισσότεροι ήταν πιστωτές του. Και στεναχωρημένοι ήταν, γιατί δύσκολα θα παίρνανε τα δανεικά τους.

Προσπαθώ να κατέβω. Προσπαθώ να βρω το δρόμο προς τον πατέρα. Μα εκεί δίπλα, κοντά στα πόδια μου, ένα μικρούλι πραματάκι βλέπω που αναδευόταν. Σκύβω και βλέπω πως είχε τη μορφή του πατέρα. Και μου γελούσε. Όπως τον παλιό καλό καιρό.
Ήμουνα ευτυχισμένος. Κοιταζόμασταν για λίγο, χαμογελούσαμε, κι ύστερα μ' ένα νεύμα μ' αποχαιρέτησε, και χάθηκε. «Έτσι λοιπόν είναι η ψυχή μας;», αναρωτιόμουν.

Ανάμικτα αισθήματα τώρα. Και το παρελθόν που ξαναγυρνούσε. Και η ζωή που μας αναγκάζει να ενεργούμε παράξενα και δε μας αφήνει να χαρούμε. Και η ψυχή του πατέρα, που μου γελούσε, φεύγοντας.

Δυο ομιλίες για μένα

ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜ "Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ": Η ΑΛΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ.

Γράφει ο Σταύρος Κ. Σταυρίδης.

Ο Βασίλης Ιωακείμ μέσα στα βιβλία του εμφανίζεται να έχει
μια δική του, άκρως προσωπική αντίληψη του χώρου ως, διάστασης
του κόσμου, αλλά και ως συνειδησιακό περιεχόμενο, ως ψυχική a priori κατηγορία της συνειδητότητας (Καντ). Ο χώρος στα κείμενα του Β.Ι. αποκτά έναν ιδιάζοντα χαρακτήρα, που συντελεί σε μια βαθύτερη και συνάμα πιο ελεύθερη σχέση του ατόμου με τον κόσμο. Κατά συνέπεια αντίστοιχη και περίεργη είναι η πεποίθηση του συγγραφέα σχετικά με την καταγωγή του.
Στα προηγούμενο βιβλίο του, στην "Ποταμούλα" κατάγεται από
το ομώνυμο χωριό, πατρίδα του πατέρα του, και διατείνεται ότι είναι απόγονος του κοσμογυρισμένου Ομηρικού Οδυσσέα. Στον "Τάφο του Έλληνα" ο νεότερος απόγονος του Β.Ι. κατά ομολογία πάντα του ιδίου, είναι ένας πειρατής, που σαν τον Οδυσσέα, αλώνιζε κι αυτός τις Θάλασσες ανακαλύπτοντας περίεργα πράγματα.
Κάτω από τις όποιες υπερρεαλιστικές του αναγωγές στους τόπους
αλλά και τις αναφορές στην καταγωγή του ο Β . Ι . θέλει να διατυπώσει μια δική του άποψη, κάτι που υπαινίσσεται ότι μόνον αυτός γνωρίζει και που εμείς δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ή να συλλάβουμε. Και η πεποίθησή του αυτή φαίνεται ότι σχετίζεται με την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, για τον εσώτερο άνθρωπο, την ποιητική του ψυχή.
Αν σκύψουμε λίγο βαθύτερα στο κατά τη γνώμη μας αριστουργηματικό διήγημά του "Ο Λευτέρης", θα διαπιστώσουμε ότι εκεί δημιουργεί μια σύγχυση γύρω απ' την ταυτότητά του.
Εκεί αναγνωρίζει ότι για μας είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουμε τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του, ο οποίος από καιρό σε καιρό εμφανίζεται εντελώς διαφορετικός. Αυτή η πρωτεϊκή ιδιότητα ταυ εαυτού του νομίζουμε ότι σχετίζεται με τη ρευστότητα και αοριστία της μυστηριώδους διάστασης του χώρου όπως αυτός την αντιλαμβάνεται.
Ο θαλασσοπόρος συγγραφέας (κι αυτό ισχύει και για τον ίδιο και
για τον μόνιμο πολυπρόσωπο ήρωα των αφηγημάτων του ),γνωρίζει
ότι είναι κατά βάθος ΕΝΑΣ και ταυτόχρονα πολλοί μαζί και συνεπώς ότι κατάγεται κι από εδώ κι από εκεί κι από τις θάλασσές του. Γνωρίζει ακόμα ότι και ο γύρω μας κόσμος και ο μέσα μας είναι ενιαίος και οι πατρίδες του καθένα είναι ζωγραφισμένες τόσο στον γεωγραφικό όσο και στο γενετικό χάρτη του καθενός .
Η απόπειρα της συσχέτισης αυτής έχει σαν αποτέλεσμα την
ιδιόμορφη εσωτερική τοπογραφία, τις επακόλουθες
αντιπροσωπευτικές δομές, και τους άξονες της πεζογραφίας του
συμπατριώτη μας. Γιατί πιστεύουμε ότι τα βασικά αντιθετικά
σχήματα που μας αιφνιδιάζουν και μας συναρπάζουν κατά την
αφήγησή του, προέρχονται απ’ αυτήν την προσωπική αντίληψη του
χώρου που θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε, να διερευνήσουμε,
ώστε να εκτιμηθεί η σημαντική αισθητική αξία που περιέχει. Κατά την απόπειρα της διερεύνησης αυτής θα τεθούν ερωτήματα στα οποία θα αποφύγουμε να δώσουμε απαντήσεις με αντικειμενικό χαρακτήρα, γιατί αμφιβάλουμε αν μπορούν να υπάρξουν. Και με αναπάντητα τα ερωτήματα μας, ωστόσο, θεωρούμε ότι εφόσον δείξουμε ότι στηρίζονται σε κύριους άξονες, της πλοκής και χαρακτηριστικές δομές της αφήγησης και ότι αποτελούν προσωπικά ευρήματα της έμπνευσης του συγγραφέα θα φωτίσουν το βάθος και θα τεκμηριώσουν το πολυδιάστατο της
αφήγησης που αποτελεί τα μυστικό της γοητείας των κειμένων του.
Ανάμεσα στα πρωτότυπα ευρήματα του συγγραφέα κατά τη γνώμη μας, το βασικότερο είναι αυτή η νέα αίσθηση της διάστασης του χώρου που ασκεί μεγάλη γοητεία στον αναγνώστη και από όπου προέρχονται τα άλλα αντιθετικά σχήματα που χρωματίζουν, ποικίλουν και εμπλουτίζουν την αφήγησή του. Και μόνον για τον τρόπο που χειρίζεται τη διάσταση του χώρου όπου τοποθετεί τις ιστορίες του ο Β . Ι . ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος των σύγχρονων πεζογράφων που διεκδικούν με αξίωση μια θέση στη νεοελληνική γραμματεία. Ιδού ένα στοιχείο επί του θέματος:
Ένα από πιο συνηθισμένα ρήματα πού συναντάμε στα κρισιμότερα σημεία της πλοκής και που κάθε φορά μας αιφνιδιάζει είναι το ρήμα "βρέθηκα". Από τα πέρατα του κόσμου ξαφνικά "βρίσκεται" εδώ. Κι αντίστροφα. Τι σημαίνει άραγε αυτό; Μήπως είναι στοιχείο δανεισμένο από τον κόσμο του παραμυθιού; Άραγε υποδηλώνει ότι ο αφηγητής κινείται, ταξιδεύει διαρκώς στο χώρο και μάλιστα ακαριαία (με την ταχύτητα του φωτός;) ή ότι ταξιδεύει στον ύπνο του; Πράγματι μερικά "ταξίδια" του σχετίζονται με τον ύπνο και το όνειρο, τουλάχιστον στο ξεκίνημα τους. Αν όμως τα ταξίδια αυτά είναι ονειρικά, πώς εξηγείται ότι καταλήγουν πάντα σε μια συγκεκριμένη φυσική πραγματικότητα που βγήκε από μέσα τους;
Έπειτα πώς είναι δυνατό αυτά τα όνειρα να αλλάζουν ριζικά τη ζωή ενός ανθρώπου και να συνεχίζουν την ύπαρξή τους στο επίπεδο της πραγματικότητας; Πώς γίνεται και από ένα άλφα σημείο ξαφνικά να "βρίσκεται" πάνω σε βουνό, σε θάλασσα, στο βυθό της θάλασσας, ή πάνω στο κατάστρωμα καραβιού; Κάποτε "βρέθηκε" σε βουνό με ένα άρρωστο παιδί στην αγκαλιά του. Αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα απροσδόκητα "βρίσκονται" κι αυτά εκεί που τα θέλει. Ποτέ δεν αναφέρεται από πού ξεκίνησαν και πώς κινήθηκαν για να βρεθούν έτσι ξαφνικά σε κείνο το συγκεκριμένο τόπο.
Ας δούμε τα ερωτήματα αυτά από ψυχολογική άποψη: Από μικρός, λέει σε ένα διήγημα ο συγγραφέας, προσπάθησε να κατανοήσει, δηλαδή να χωρέσει στο νου του, το άπειρο. Αυτό για ένα παιδί είναι μια φοβερή προπαίδεια, μια άσκηση του πνεύματος μετά απ' την οποία δύσκολα μπορεί να αρκεστεί κανείς στο εδώ και στο τώρα. (βλ. σελ.18). Στο απόσπασμα αυτό ο άπειρος χώρος αποτελεί μια ενότητα με τον άπειρο χωροχρόνο, όπως ακριβώς ορίζει και η σύγχρονη φυσική (η θεωρία της σχετικότητας που αφορά το διάστημα).
Ασφαλώς στα χρόνια που ο συγγραφέας εργάστηκε ως ναυτικός είχε την ευκαιρία να εμπλουτήσει την εμπειρία εκείνη και να εμβαθύνει ακόμα πια πολύ στο μυστήριο του χωροχρόνου.
Έχοντας συνείδηση ότι ο άνθρωπος υπάρχει μέσα σ' αυτόν τον άπειρο και ακατάληπτο κόσμο, με άλλη μια παλίνδρομη κίνηση του νου ανακαλύπτει ότι το ίδιο το άπειρο βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο μέσα του, δηλαδή το σύμπαν τείνει να χωρέσει και να κατοικήσει μέσα στο ανθρώπινο υποκείμενο. Βεβαίως συγγενεύει με την Ανθρωπική Αρχή (μικρή ή μεγάλη) της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη παρουσία από μόνη της θέτει περιορισμούς στις ιδιότητες του σύμπαντος.
Στη σελίδα 42 ο συγγραφέας λέει για τον εαυτό του: "Ταξιδευτής εγώ και με προσωπική πείρα του χώρου και του κόσμου ..." (η υπογράμμιση δική μας.) Η έκφραση αυτή δείχνει την ιδιάζουσα βαρύτητα που αποκτά η έννοια του χώρου μέσα στο έργο του Β.Ι. Και βέβαια αυτό σχετίζεται με την πρώιμη εκείνη προσπάθειά του να συλλάβει την έννοια του απείρου ως μαθητής στην τάξη των μαθηματικών (βλ. σελ. 18) και με τα μακρινά ταξίδια του στη θάλασσα. Επομένως ο -από αισθητική τουλάχιστον άποψη- πλεονασμός "του χώρου και του κόσμου" είναι μια εμφατική διαβεβαίωση ότι έχει πλήρη συνείδηση του χώρου.
Από αυτή την πίστη του συγγραφέα, άσχετα με το αν μπορεί ή όχι να την εκφράσει με επιστημονικούς όρους, ξεκινάνε κατά τη γνώμη μας όλα εκείνα τα άλλα βασικά σχήματα και δομές του λόγου και της πλοκής του, εκείνες οι αντιθέσεις που μας αιφνιδιάζουν, όπως το εδώ και το άπειρο, το όνειρο και η πραγματικότητα, η μοναξιά και η εμφάνιση του οράματος με σάρκα και οστά, που είναι αντιθέσεις παράξενες γιατί οι όροι δεν συγκρούονται , αλλά συνυπάρχουν και ενίοτε συναιρούμενοι συνθέτουν μια καινούργια πραγματικότητα.
Το αδιάκοπο πήγαινε - έλα , απ’ το εδώ στο άπειρο, απ’ το συγκεκριμένο και γνωστό στο αόριστο και παράδοξο γίνεται τόσο φυσιολογικά σαν να είναι κάτι το πραγματοποιήσιμο, σα να μας λέει: "Γιατί όχι; Εγώ πηγαίνω όπου θέλω." Όμως γιατί αισθάνεται την ανάγκη να προβεί σ' αυτή την ομολογία; Ίσως γιατί γνωρίζει ότι ο χώρος γύρω μας είναι μια φυλακή που μας χωρίζει απ' όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Απαιτείται προσπάθεια για να διανύσουνε και την πιο μικρή απόσταση και είναι αδύνατο να πάμε πάρα πολύ μακριά.
Η επιμονή του συγγραφέα στην ειδική αντιμετώπιση του χώρου, από λογοτεχνική άποψη, είναι ένα φαινόμενο αξιοσημείωτα αφού συσχετίζεται με τον σύγχρονα επιστημονικό προβληματισμό. Και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν φανερά ίχνη επίδρασης του προβληματισμού αυτού πάνω στο συγγραφέα.
Εν τούτοις, νομίζουμε ότι ο στόχος του βρίσκεται κάπου αλλού: Κάπου μακρύτερα μα και πια κοντά. Δηλαδή κάπου μέσα μας, στον πυρήνα τα της ανθρώπινης ύπαρξης, σ’ αυτό το άλλο μυστήριο. (βλ. σελ. 12)
Αυτό το αδιάκοπο "πήγαιν' - έλα", απ' το εδώ στο άγνωστο κι απροσδιόριστο, πραγματικά το χαίρεται ο αναγνώστης γιατί τον αποδεσμεύει από το περιοριστικό και καταπιεστικό "εδώ".
Έτσι μπαίνει στο χώρο μιας άλλης πραγματικότητας που είναι πιθανώς ένας άλλος δρόμος και τρόπος ύπαρξης. Εκείνη η άλλη πιθανότητα δεν πρέπει να αγνοείται, ιδιαίτερα όταν η κατάσταση εδώ γίνεται εφιαλτική και αδιέξοδη.
Έτσι η απειλή της εκμηδένισης γίνεται η είσοδος στο χώρο της περιπέτειας. Και η περιπέτεια αυτή δεν είναι φυγή- υποχώρηση, αλλά ένα μάθημα, μελέτη πιθανοτήτων, απόκτηση εμπειριών, γνωριμία άλλων υπάρξεων που συγγενεύουν μαζί μας. Είναι μια διαισθητική επαφή με τους συνανθρώπους μας σε ένα άλλο επίπεδο.
Το κέρδος από την περιπέτεια αυτή είναι η υπαρξιακή ολοκλήρωση μέσα από την ωρίμαση και την ηθική τελείωση του ατόμου. Κι αυτός είναι ο στόχος ετούτης της φυγής. Ο αφηγητής στον "Τάφο του Έλληνα" όταν συναντήσει τον εφιάλτη τον παρακάμπτει και μας οδηγεί κατευθείαν εκεί που περιμένουν οι φίλοι , η όμορφη κοπέλα, η Παναγιά κι ακόμα ο πρόγονος που μας ακολουθεί και μας προστατεύει και μας προστάζει να γίνουμε καλύτεροί του. (σελ. 92.)
Με την νοητική αυτή κίνηση μια νέα αντίληψη του κόσμου και μια νέα συνείδηση καταυγάζουν μέσα στον άνθρωπο. Η κίνηση αυτή έχει πράγματι σχέση με την διαδικασία της ωρίμασης του ατόμου, γιατί η ωριμότητα απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από την προσκόλλησή μας μόνον σ' αυτή την πραγματικότητα, στο εδώ και τώρα και το εγώ που νομίζω πως είμαι. Απαιτεί να μην παρακάμπτουμε το μυστήριο γιατί εκεί μπορεί να κρύβεται μια ανώτερη αλήθεια. Γιατί "Η αλήθεια κρύβεται πίσω από τα πράγματα και πρέπει να έχεις ενόραση για να τη δεις" (σελ. 16) .
Η παραπάνω αντιμετώπιση της έννοιας του χώρου φανερώνει επίσης μιαν εσώτερη ανάγκη, την έμφυτη τάση του ανθρώπου για υπέρβαση της περιοριστικής φυσικής νομοτέλειας, και το φανέρωμα στον κόσμο των θετικών δυνάμεων που κρύβει ο άνθρωπος μέσα του. Γιατί αυτά που συναντά ο αναγνώστης σ' αυτά τα παράξενα ταξίδια δεν είναι έξω από τη φύση του. Είναι αρχέτυπα, περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου, είτε πρόκειται για εφιάλτη σαν τη μηχανή που καταβρόχθησε ένα παιδί (σελ. 75), είτε για τις θεσπέσιες θηλυκές υπάρξεις, καθώς και τα ειδυλλιακά, ωστόσο εξώκοσμα τοπία που συναντάμε.
Στο διήγημα "Οδός Ιωνίας" αυτή η νέα πραγματικότητα που προκύπτει από την μείξη του εσωτερικού μας κόσμου και του περιβάλλοντος, έχει μια λυτρωτική επίδραση στον αναγνώστη. Μαζί με τον αφηγητή γνωρίζουμε την άφατη χαρά που κρύβουμε στον πυρήνα της ύπαρξής μας. Είναι η χαρά της ολοκλήρωσης, της συνάντησής μας με την ίδια την ύπαρξη που είμαστε. (βλ. σελ. 90: "Εδώ δεν είναι απλός χορός ,εδώ είναι πανηγύρι ..."). Και με τη συνειδητοποίηση αυτή σαν τον ήρωα του βιβλίου παίρνουμε δύναμη και θάρρος για τη συνέχεια.
Ο Β.Ι. στον «Τάφο του Έλληνα» εμφανίζεται ως στυλίστας του λόγου, άνετος αφηγητής, εμπνευσμένος δημιουργός. Εδώ αναπτύσσει και τελειοποιεί τα εκφραστικά του μέσα, το απόλυτα προσωπικό του ύφος, (με το οποίο παρουσιάστηκε στην «Ποταμούλα»), το διακοσμημένο με ποίηση, υπερρεαλιστικές εναλλαγές, αυτόματη κίνηση, έξυπνους συμβολισμούς, γρήγορο ρυθμό και εντυπωσιακές εικόνες, ικανές να εμπνεύσουν έναν μοντέρνο καλλιτέχνη, αλλά κυρίως, -που είναι άλλωστε και το ζητούμενο-, να ικανοποιήσουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

* Ομιλία του Στ. Σταυρίδη στην τιμητική για τον Β.Ι. Εκδήλωση που έγινε στη γενέτειρά τους, τον Άγιο Κωνσταντίνο Τριχωνίδας, στις 8/6/ 1996.

4 Οκτωβρίου 2006

Νίκος Χουρδάκης

(Ομιλία στην τιμητική για τον Βασίλη Ιωακείμ εκδήλωση που έγινε στη γενέτειρα του συγγραφέα, Άγιος Κωνσταντίνος Αιτωλίας στις 8-6-1996).

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ στην διηγηματογραφία του ΒΑΣΙΛΗ ΙΩΑΚΕΙΜ

Το σύμβολο του Οδυσσέα, από την αρχαιότητα έως την εποχή μας, διαπερνά τη λογοτεχνία με τρόπο που λίγα σύμβολα θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του. Τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, το σύμβολο του Οδυσσέα ζει, γιατί, όπως επισημαίνει ένας μεγάλος θρησκειολόγος, ο Μιρτσέα Ελιάντε, «Ο Οδυσσέας είναι το πρότυπο του ανθρώπου, όχι μόνο του σύγχρονου, αλλά ακόμη και του ανθρώπου του μέλλοντος, επειδή αντιπροσωπεύει, τον τύπο του "παγιδευμένου" ταξιδευτή. Το ταξίδι του είναι ένα ταξίδι προς το κέντρο, προς την Ιθάκη, δηλαδή προς τον εαυτό ταυ"(1). Η διαχρονικότητα του συμβόλου έγκειται, με άλλα λόγια, στη υπαρξιακή του οντολογία, η οποία όμως είναι περιπετειώδης, αληθινή και πέρα για πέρα ανθρώπινη.
Εμείς οι Έλληνες, ως λαός θαλασσινός, αλλά και ως λαός που έχει το προνόμιο να συνεχίζει την παράδοση της Ομηρικής λαλιάς, αντιμετωπίζουμε το σύμβολο του Οδυσσέα με ξεχωριστό δέος. Έτσι, από τη Βυζαντινή εποχή, (11ος αιών), που θεμελιώνεται ο νέος ελληνισμός ως το τέλος του αιώνα μας, έχουν καταγραφεί πάρα πολλές λογοτεχνικές προσπάθειες ένταξης του συμβόλου στα πεπραγμένα κάθε ξεχωριστής εποχής.
«Στην ιστορία των κλασικών γραμμάτων», υπογραμμίζει ένας πανεπιστημιακός μελετητής, "που, όπως είναι γνωστό, στην Αναγέννηση, γνώρισαν εξαιρετική άνθηση, έχει παρατηρηθεί ότι ακολουθείται ένα ορισμένο «προτσές» με το οποίο τα μεγάλα έργα της αρχαίας Ελλάδας αρχίζουν σιγά σιγά να μπαίνουν στην πνευματική ζωή της δυτικής Ευρώπης: Μετάφραση, Απομίμηση - Ελεύθερη δημιουργία» (2).
Με βάση αυτό χα σχήμα βλέπουμε ότι κατά την Βυζαντινή εποχή, με τα μέχρι στιγμής ευρήματα, κυριαρχεί η απομίμηση των Ομηρικών Επών. Κατά τον πρώτο αιώνα δημιουργίας του Ελληνικού κράτους (1830.....1930) κυριαρχεί η μετάφραση, ενώ από τη δεκαετία του '30 έως τις μέρες μας, κυριαρχεί η Ελεύθερη Δημιουργία.
Την περίοδο λοιπόν του μεσοπολέμου τα σύμβολο του Οδυσσέα αισθητοποιήθηκε σε τρία πολύ χαρακτηριστικά, για το πεδίο των ιδεών που το καθένα εκπροσωπούσε, ποιητικά έργα: Αναφέρομαι στην "Οδύσσεια" του Νίκου Καζαντζάκη, την "Ιθάκη" του Κωνσταντίνου Καβάφη, και την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Σεφέρη «Μυθιστόρημα».
Αν όμως στην ποίηση το σύμβολο του Οδυσσέα, μαζί με άλλα σύμβολα που αντλούμε από Ομηρικά κείμενα, έγιναν αντικείμενο διαρκούς ενασχόλησης, δεν συνέβη το ίδιο και στην πεζογραφία μας, η οποία δεν ανέδειξε κάποιο έργο, από τη θεματική αυτή άποψη, ομόλογο ιστορικά με τα προηγούμενα. Αυτό, εδώ στη χώρα μας, γιατί στην Ευρώπη, το πνεύμα του μοντερνισμού εκφράστηκε με τον "Οδυσσέα" (1924), το αριστούργημα του Ιρλανδού συγγραφέα Τζέημς Τζόυς.
Έτσι, ο Βασίλης Ιωακείμ είναι ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που εντάσσουν το σύμβολα του Οδυσσέα στο πλαίσιο της σύγχρονης πεζογραφίας μας. Στην περίπτωση του Ιωακείμ, η ένταξη του συμβόλου γίνεται προγραμματικά, κι αυτό έχει σημασία τόσο για τη διάσταση που προσλαμβάνει από την βιοθεωρητική άποψη, όσο και για λόγους που αφορούν την ποιητική, τον τρόπο δηλαδή που γράφει, και τον τόπο απ’ όπου αντλεί τις λογοτεχνικές του δομές.
Αλλά πριν περάσουμε στην διερεύνηση των δύο αυτών χαρακτηριστικών ζητημάτων που τίθενται στα πεζογραφικό του έργο, ας δούμε ένα σύντομο βιογραφικό του.
Ο Βασίλης Ιωακείμ γεννήθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο της Αιτωλίας το 1953. Ο πατέρας του κατάγεται από την Ποταμούλα Τριχωνίδας, ενώ η μητέρα του από τον Πόντο της Μικράς Ασίας. Ταξίδεψε κοντά δέκα χρόνια με ποντοπόρα πλοία ως ασυρματιστής. Σπούδασε Ιταλική φιλολογία. Το 1980 εξέδωσε τη συλλογή ποιημάτων "Ειρηνικός Λόγος", και το 1981 το θαλασσινό πολιτιστικό περιοδικό "Κανάλι 14". Το 1984 εξέδωσε ένα ακόμα ποιητικό βιβλίο με τίτλο "Δεύτερη Παρουσία", ενώ έγραψε και θεατρικά έργα, ένα από τα οποία, το μονόπρακτο "Μεσοπέλαγα", παρουσιάστηκε από το Δεύτερο Πρόγραμμα της Ελληνικής ραδιοφωνίας. Το 1989 εξέδωσε το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, την "Ποταμούλα" όπου περιέχονται 27 διηγήματα, ενώ το δεύτερο που επιγράφεται "Ο Τάφος του Έλληνα" το εξέδωσε το 1995 και περιέχει 20 διηγήματα. Ανάμεσα στα δύο βιβλία, το 1994, εξέδωσε, σε 70 αντίτυπα εκτός εμπορίου, ένα ακόμα βιβλιαράκι με τίτλο «Διήγησις Βασιλείου του Θαλασσινού», το οποίο περιέχει ένα εκτενές διήγημα. Συνολικά μέχρι στιγμής, ο Ιωακείμ, έχει δημοσιεύσει 48 διηγήματα, τα οποία παρουσιάζουν ενότητα ύφους και ήθους με τη βαθύτερη σημασία. Έτσι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως συνέχεια του άλλου, αφού σε όλα υπάρχει μια κοινή ποιητική μήτρα, την οποία θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε.
Στα δύο πρώτα κείμενα της "Παταμούλας", από τα οποία το ένα έχει
θέση αφιέρωσης-προσφοράς και το άλλο λειτουργεί ως εισαγωγικό στο
αφηγηματικό πεδίο του συγγραφέα, ορίζεται σαφώς το πλαίσιο της ποιητικής του. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Δεν μπορεί, η Κυρά Δέσποινα, η ταπεινή μου μητέρα, να χάθηκε έτσι, εντελώς. Πού πήγε εκείνο το θλιμμένο χαμόγελο, η λυπημένη γλυκεία μορφή; Πού είναι οι απρόβλεπτες σοφίες της, και τα γνωμικά, και τ’ αποφθέγματα, για τα οποία την γλυκοειρωνευόμουν, και ψευτοθύμωνε, κι έλεγε: ‘Αμ’ τι με πέρασες; Εγώ σας έβγαλα’. Πού πήγε η Κυρά Δέσποινα; Θα ’γινε άγγελος, λέω. Αλλά μετά: Μπα, καλύτερη τύχη της άξιζε. Αγία θα ’γινε. Ναι, Αγία».
Πέρα από την αυτονόητη συγκινησιακή φόρτιση του αποσπάσματος, όσον αφορά το θέμα της ποιητικής, εμάς μας ενδιαφέρει αυτό που λέει ο συγγραφέας, ότι ανατράφηκε από μια μάνα η οποία χρησιμοποιούσε ως παιδαγωγικό μέσο τρία χαρακτηριστικά για την λαϊκή ειδολογία στοιχεία: τις απρόβλεπτες σοφίες, τα γνωμικά, και τα αποφθέγματα. Τα τρία αυτά στοιχεία αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του Ιωακείμ.
Το δεύτερο κείμενο είναι ακόμα πιο διαφωτιστικό για το ζήτημα που εξετάζουμε. Επιγράφεται «Κατ’ εντολή προγονική» και ξεκινά με μότο τους στίχους της Ιταλίδας ποιήτριας Έστερ Μονακίνο: «Για μένα, για μένα/ είναι να κλαις με τα μάτια του Οδυσσέα, /γιατί η ιδέα είναι το ταξίδι». Στη συνέχεια διαβάζουμε: «Κι ο δόλιος Οδυσσέας αφού ξεπάστρεψε τους φθονερούς μνηστήρες, έφυγε πάλι απ’ την Ιθάκη. Ήρθε να ζήσει εδώ, στα μέρη τα δικά μας. Στην Ποταμούλα, αν έχετε ακουστά. Παντρεύτηκε μια προπρογιαγιά μου, κι άφησε τέτοιαν εντολή: Ένας απ’ τους μελλοντικούς εγγονούς μας πρέπει να ξανακάνει το ταξίδι. Κι έτσι εγώ, ο εβδομηκοστός εγγονός του, σπρωγμένος από την προγονική εντολή, μ’ ένα μικρό καράβι γύρισα τον κόσμο. Και μου πήρε –να ήταν σύμπτωση, ακριβώς δέκα χρόνια, όπως του προπάππου μου. Κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι…».
Όλο αυτό το κείμενο είναι πολύ σημαντικό γιατί διευκρινίζει προγραμματικά ότι αυτά που θα διαβάσουμε στη συνέχεια τόσο του πρώτου, όσο και του δεύτερου βιβλίου, είναι μικρές ραψωδίες που αφηγούνται περιστατικά από το ταξίδι του νεότερου απογόνου του Οδυσσέα, -που είναι κι αυτός ένας Οδυσσέας της εποχής του.
Ένα άλλο σημείο που είναι ενδιαφέρον, είναι η τελευταία πρόταση: Κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι… Τόσο η λέξη «σοφός» όσο και η λέξη «διηγούμαι» έχουν μια ξεχωριστή σημασία για το ζήτημα της ποιητικής, αλλά για να γίνει κατανοητή πρέπει να έχουμε υπόψη μας το εξής:
Είναι γνωστό ότι η τέχνη της προφορικής αφήγησης είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκαν και διαδόθηκαν τα Ομηρικά έπη κατά την αρχαιότητα Οι ραψωδοί περιέτρεχαν την επικράτεια αφηγούμενοι με τη συνοδεία μουσικών οργάνων τα κλέη και τα έπη ανθρώπων και λαών. Η τέχνη της προφορικής αφήγησης από την αρχαιότητα ως τον μεσαίωνα, κι από κει ως τη νεότερη εποχή υπήρξε μια σημαντική λειτουργία σε όλους τους Ευρωπαϊκούς λαούς και κυρίως στους Έλληνες. Μόνο στον αιώνα μας περιέπεσε σε παρακμή, αφού η παραδοσιακή κοινωνία υποκαταστάθηκε οριστικά από τη βιομηχανική. «Η εμφάνιση του μυθιστορήματος» γράφει ο σπουδαίος θεωρητικός της λογοτεχνίας Βάλτερ Μπένγιαμιν, «στις αρχές του σύγχρονου κόσμου είναι η πρώτη ένδειξη της διαδικασίας που θα οδηγήσει στην παρακμή (της προφορικής αφήγησης ή ιστόρησης…). Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει από άλλες μορφές πεζής λογοτεχνίας, όπως το παραμύθι, ο θρύλος, ακόμη και η νουβέλα, διότι δεν προέρχεται από την προφορική παράδοση, ούτε ασχολείται με αυτήν. Έτσι διαφοροποιείται από την ιστόρηση, συγκεκριμένα. Ο ιστορητής παίρνει το υλικό του από την προσωπική του εμπειρία, ή την εμπειρία κάποιου άλλου που έτυχε να την ακούσει, και με τη σειρά του την κάνει εμπειρία εκείνων που ακούνε την ιστορία του. Ο μυθιστοριογράφος όμως έχει απομονώσει τον εαυτό του. Η γενέτειρα του μυθιστορήματος είναι ο μοναχικός άνθρωπος (3)», υπογραμμίζει ο Μπένγιαμιν. Αντίθετα ο ιστορητής είναι άνθρωπος της μικρής κοινότητας, που τον επιφορτίζει, η μοίρα και το ταλέντο του, να διδάξει ήθος στους συνανθρώπους του δια των ιστοριών του. Εν προκειμένω, ο Βασίλης Ιωακείμ, βρίσκεται στην σφαίρα αυτή. Είναι ένας λογοτεχνικός ιστορητής, αφού τα αφηγήματά του προϋποθέτουν και απευθύνονται σε μια μικρή ανθρώπινη κοινότητα, στην οποία εξιστορεί τα ταξίδια του, που δεν είναι κατ’ ανάγκη ταξίδια όντως θαλασσινά, με την έννοια που τα γνωρίσαμε στον Καρκαβίτσα ή τον Καββαδία, αλλά ταξίδια μέσα στον κόσμο, γενικά, και μέσα στη «θάλασσα της ύπαρξης», ειδικά. Στα ταξίδια αυτά μένει σταθερός ο νόστος της επιστροφής στην Ιθάκη, που στην περίπτωσή μας ονομάζεται Ποταμούλα, ένα μικρό δηλαδή χωριό, που παίρνει το όνομά του από ένα ποταμάκι. Αν η θάλασσα είναι το σύμβολο του ταξιδιού για τον μεγάλο κόσμο, το ποτάμι είναι το σύμβολο του ταξιδιού μέσα στον εαυτό μας. Και πρέπει να πούμε ότι το δεύτερο αυτό σύμβολο λειτουργεί πιο δυναμικά, -ηθελημένα προφανώς-, στην πεζογραφία του Ιωακείμ.
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στην Ευρώπη μια τάση για την αναβίωση της προφορικής αφήγησης. Η τάση αυτή, που έχει πάρει την Αγγλική ονομασία storytelling, (στα Ελληνικά: Ιστόρηση ή εξιστόρηση), δεν μένει μόνο στην προφορική εκδοχή, αλλά επιτρέπει και στη λογοτεχνική δημιουργία, η οποία τείνει να φτάσει σε ένα αδιέξοδο πνευματικό, αφού το μυθιστόρημα, -η κύρια μορφή λογοτεχνικής έκφρασης της εποχής μας-, έχει γίνει ένα εμπορικό προϊόν, περίπου ισοδύναμο με κάθε άλλο εμπορικό προϊόν. Η storytelling, που θα μπορούσαμε από την άποψη της αισθητική να την τοποθετήσουμε μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, αξιοποιεί τους παραδοσιακούς αφηγηματικούς τρόπους, όπως τα παραμύθια, τα γνωμικά, τις παραβολές, τις αλληγορίες, αλλά πάνω απ’ όλα, τα βιώματα του αφηγητή, προκειμένου να οδηγήσει τον ακροατή ή τον αναγνώστη σε μια κατάσταση που να θέλει να επαναλάβει αυτό που άκουσε ή διάβασε. «Όσο πιο φυσική είναι η διαδικασία με την οποία ο ιστορητής παραμερίζει την ψυχολογία, τόσο πιο εύκολα εγγράφεται η ιστορία στη μνήμη του ακροατή. Όταν η ιστορία ενσωματώνεται ολοκληρωτικά στην εμπειρία του ακροατή, τότε αυξάνει και η επιθυμία του να την επαναλάβει, αργά ή γρήγορα, σε κάποιον άλλον. Αυτή η διαδικασία αφομοίωσης, που γίνεται βαθιά μέσα στον άνθρωπο, αρχίζει να σπανίζει» (4).
Στη διαδικασία που περιγράψαμε εντάσσονται, αν όχι όλες, οι περισσότερες από τις διηγήσεις του Ιωακείμ, ο οποίος αναδεικνύεται έτσι, χωρίς ίσως και ο ίδιος να το ξέρει, σε εκπρόσωπο αυτής της τάσης της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αυτό το «διαφορετικό’ που εμπεριέχει η διηγηματογραφία του, σε πολύ γενικές γραμμές, έχει εντοπιστεί από την κριτική, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί επακριβώς, για να μπορούν οι αναγνώστες να έχουν έναν οδηγό πλεύσης, ή να υπάρξει μια ευρύτερη αισθητική συζήτηση γύρω από αυτήν την λογοτεχνική άποψη.
Αλλά για να επανέλθουμε στο σημείο όπου ανοίξαμε την εκτεταμένη αυτή παρένθεση, θα πρέπει να επισημάνουμε και ένα άλλο χαρακτηριστικό του ιστορητή και της ιστόρησης, που είναι τι πιο ουσιαστικό, όσον αφορά την καθαρά πνευματική διάσταση. «Ο ιστορητής», υπογραμμίζει ο Μπένγιαμιν, «σε κάθε περίπτωση έχει κάποια συμβουλή για τους ακροατές του. Όμως αν σήμερα η παροχή συμβουλής άρχισε να είναι ξεπερασμένη, αυτό οφείλεται στον ξεπεσμό της μεταδόσιμης εμπειρίας. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην έχουμε συμβουλές για τους εαυτούς μας, και έτσι, πόσο μάλλον, για τους άλλους(…). Για να αναζητήσει κανείς τη συμβουλή, πρέπει πρώτα να μπορεί να διηγηθεί την ιστορία (…). Συμβουλή πλεγμένη μέσα στην πραγματική ζωή είναι η σοφία. Η τέχνη της ιστόρησης», έγραφε, πριν από εξήντα χρόνια ο Μπένγιαμιν, «πλησιάζει στο τέλος της, γιατί η επική πλευρά της αλήθειας, η σοφία, εκλείπει». (5).
Ας σκεφτούμε λοιπόν τώρα, σε τι ανταπόκριση βρίσκεται η προγραμματική πρόταση του Ιωακείμ: κι έτσι «σοφός» γύρισα πια στην Ποταμούλα και διηγούμαι… με ό, τι επισημαίνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Το γεγονός ότι βάζει ο Ιωακείμ τη λέξη «σοφός» εντός εισαγωγικών, αυτό γίνεται για λόγους καθαρά σεμνότητας και ταπεινότητας. Άλλωστε η σοφία εγγράφει ως ευγενές χαρακτηριστικό της αυτές τις δύο ιδιότητες.
Ένα τρίτο σημείο που μας διευκρινίζει το πλαίσιο της ποιητικής του Ιωακείμ, προέρχεται από το βιβλιαράκι «Διήγησης Βασιλείου του Θαλασσινού» όπου γράφει: «Κτίζω ένα παραμύθι. Βάζω νεράιδες, μάγισσες, κι έναν κακό δράκο να κλέβει την πεντάμορφη. Εγώ τι πρέπει να κάνω; Θα πρέπει να σκοτώσω το δράκο. Παίρνω τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι, και φτάνω ως την καρδιά του δάσους. Αλλά τι βλέπουν τα μάτια μου; Η πεντάμορφη στην αγκαλιά του δράκου. Χαμογελάω. Τους δίνω την ευχή μου. Ας ζήσουνε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερỨ.
Στο απόσπασμα αυτό, πέρα από τη ρητή δήλωση του συγγραφέα: Κτίζω ένα «παραμύθι», διαπιστώνουμε και την ανασκευαστική του πρόθεση. Το διπλό αυτό χαρακτηριστικό, που το συναντάμε σε όλες τις εκδοχές του μεταμοντερνισμού, είναι φυσικά ενεργητικό για το λογοτεχνία, η οποία δεν είναι δυνατόν να μιμείται και να αντιγράφει απλά τρόπους παραδοσιακούς, αλλά πρέπει αυτούς τους τρόπους να τους εμπλουτίζει με νέα μηνύματα, να τους μεταπλάθει σε νέες λογοτεχνικές μορφές, που σαν ανώτατο στόχο έχουν την γεφύρωση του χάσματος του χρόνου: παρελθόν, παρόν και μέλλον. Ο χρόνος πρέπει να εκλαμβάνεται ως ενιαία και αδιαίρετη οντότητα και όχι όπως τον αισθητοποίησε η νεοτερικότητα, ως σύγχρονο και παλιό, ως καινούριο και ξεπερασμένο. Γεγονός που είχε έντονο ηθικό αντίκτυπο στην ανθρώπινη ψυχή.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι ο Βασίλης Ιωακείμ «κτίζει» το έργο του με τα υλικά της παράδοσης, που είναι κληρονομιά μητρική. Επίσης με προσωπικά του βιώματα, που αποκτήθηκαν στα πολύχρονα ταξίδια του, ενώ το τρίτο χαρακτηριστικό προέρχεται από την πολιτισμική παράδοση του Ελληνισμού, κι έχει να κάμει με το αρχέτυπο του Οδυσσέα. Αυτού του επικού και υπαρξιακού πλάνητα που θέτει ως στόχο της ζωής του να ξαναδεί «καπνό ν’ αναθρώσκει από την καμινάδα του σπιτιού του». Αλλά το ταξίδι του Οδυσσέα, πώς ερμηνεύεται, αν όχι με τον τρόπο που το ερμήνευσε ο Μιρτσέα Ελιάντε γράφοντας ότι: «θρυλικά έμειναν τα βάσανα και οι «δοκιμασίες» του Οδυσσέα, κι όμως κάθε επιστροφή στην εστία «αξίζει» την Οδύσσεια για την Ιθάκη, και αυτό αποδεικνύει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σ’ ένα χώρο ιερό, στο Κέντρο» (6).
Η επιστροφή προς το ιερό κέντρο, που συμπυκνώνει τον έρωτα και την εντοποιότητα, είναι η άμεση αναζήτηση σε κάθε ιστόρηση του Ιωακείμ, γι’ αυτό η λογοτεχνία του δεν εξαντλείται σε μια ευθύγραμμη ανάγνωση, αλλά τείνει να πάρει ένα υψηλό χαρακτήρα, που μόνο η ύπαρξη μιας προγραμματικής ποιητικής μπορεί να «υλοποιήσει». Την αισθητοποίηση της αναζήτησης του ιερού κέντρου τη βρίσκουμε, χαρακτηριστικά, σε ένα διήγημα που επιγράφεται «Η νεράϊδα, το τέρας και το λιμάνι της αγάπης», όπου γράφει: «Εκεί με πρόσμενε το ολόλευκο καράβι. Έπρεπε να κινήσω πάλι για ταξίδι. Μα ήταν πρώτη φορά που κάποια αγάπη κούναγε μαντήλι αποχαιρετισμού, που κάποια αγάπη πρόσμενε το γυρισμό μου, που κάποια αγάπη γύρναγε στη σκέψη μου. Κι ήτανε αυτή η αιτία που απαλλάχτηκα από τη μανία της φυγής κι από το σύνδρομο των ατσίγγανων και των χελιδονιών. Κι έτσι ήτανε αυτό το τελευταίο μου ταξίδι. Γύρισα στ’ ακρογιάλι της όπου με πρόσμενε, και ζήσατε εσείς καλά κι εμείς καλύτερα.
Κι όσο για το λευκό καράβι, το δίνω χάρισμα σ’ αυτούς που ονειρεύονται ταξίδια, μέχρι που να βρούνε και δαύτοι το λιμάνι της αγάπης ν’ αράξουν. Γιατί το κουρασμένο μας σκαρί, γυρεύει πάντα ένα απάνεμο λιμάνι για ν’ αράξει».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο του Paurl Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, εκδ. Καρδαμίτσα, μετ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Αθήνα 1990, σ. 140.
2. Κ. Μητσάκης, Ο Όμηρος στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. (Μεσαιωνικές και Νεοελληνικές μελέτες 1), Αθήνα 1976, σ. 17.
3. Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ο ιστορητής. Περιέχεται στο συλλογικό τόμο «Άκου μια ιστορία. Η παραδοσιακή τέχνη της προφορικής αφήγησης και η αναβίωσή της στις μέρες μας», εκδ. Ακρίτας, μετάφραση-επιμέλεια Ντορίνα Παπαλιού, Αθήνα 1996, σ. 43.
4. ο.π. σ. 48.
5. ο.π. σ. 42-43.
6. Μιρτσέα Ελιάντε, Εικόνες και σύμβολα. Το συλλογικό υποσυνείδητο, εκδ. Αρσενίδης, μετ. Άγγελος Νίκας, Αθήνα 1994, σ. 71.